…Θυμάμαι-γιατί οι μνήμες καθορίζουν το φως της
μοναξιάς και της θλίψης-έναν ξερακιανό, νευρώδη τύπο με μικρό μουστάκι,
που κάθε φορά που του ζητούσα ένα παιχνίδι, έτρεχε να μου το αγοράσει,
ακόμα κι αν δεν είχε πενηνταράκι στην τσέπη του. Πάντα απορούσα που τα’
βρισκε τα χρήματα, ένας πολύ έντιμος άνθρωπος, που δούλευε στις αστικές
συγκοινωνίες της Λακωνίας για να με μεγαλώσει και να με κάνει «άνθρωπο»,
όπως συνήθιζε να λέει με αυτό τον απότομο αλλά προστατευτικό τρόπο.
Ποδήλατα, τρακτέρ, πλαστικά όπλα, κουρσάκια, όλα μου τα φερνε «ο γέρος
μου». Ο Μάκης μου, η βιολογική μου ύλη.