Ο Ιωάννης ο Θεολόγος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και είχε αδελφό τον Ιάκωβον (όχι τον αδελφόθεον). Η Σαλώμη ήταν ένα από τα επτά παιδιά του Μνήστωρος Ιωσήφ. (Τέσσερις
υἱοί, τόν Ἰάκωβον, τόν Ἰωσῆν, τόν Σίμωνα καί τόν Ἰούδα, ὄχι τόν
προδότην, ἀλλά τόν λεγόμενον Ἀδελφόθεον καί τρεῖς θυγατέρες, τήν Ἐσθήρ,
τήν Θάμαρ καί τήν Σαλώμην τήν γυναῖκα τοῦ μικροῦ Ζεβεδαίου). Από αυτό λοιπόν συνάγεται ότι ο Χριστός ήταν θείος του Ιωάννου, ως αδελφός λογιζόμενος της Σαλώμης, της θυγατέρας του Ιωσήφ, του νομιζομένου ως πατέρα του Κυρίου μας.
Ήταν ο μόνος από τους μαθητές του Χριστού, που Τον αγάπησε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, της καρδίας του, της διανοίας του, σύμφωνα με τον λόγον του Κυρίου μας «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου». (Μαρκ. ιβ’, 30)
Δεν έλειψε στιγμή από κοντά Του και δεν Τον εγκατέλειψε ποτέ, ούτε όταν Τον συνέλαβαν, Τον δίκαζαν και Τον σταύρωναν, την στιγμή μάλιστα που όλοι οι άλλοι μαθητές είχαν εξαφανισθεί και κρυφθεί δια τον «φόβο των Ιουδαίων».
Γι’ αυτό και υπήρξε ο ηγαπημένος μαθητής του Κυρίου μας.
Γι’ αυτό και σ’ αυτόν μόνο εμπιστεύθηκε ποιός ήταν αυτός που θα τον πρόδιδε.
Γι’ αυτό και τον πήρε μαζί με άλλους δύο, τον Πέτρο και τον Ιάκωβο, εις το Όρος Θαβώρ και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, αποκαλύπτοντάς τους μέρος της θεϊκής Του δόξας.
Γι’ αυτό και τον είχε πάντα κοντά Του.
Γι’ αυτό και του εμπιστεύθηκε όταν ήταν επάνω στο Σταυρό, λίγο πριν το «τετέλεσται», την Παναγία Μητέρα Του.
Γι’ αυτό και του απεκάλυψε εν τέλει, όλα εκείνα τα φοβερά και καταπληκτικά, μελλοντικά γεγονότα γύρω από τα έσχατα χρόνια, αλλά και όλα τα γεγονότα που σημειώθηκαν και θα σημειωθούν, από την στιγμή της Δημιουργίας του Κόσμου έως και της Δευτέρας Παρουσίας του Θεού και ακόμη πέραν αυτής. Γι’ αυτό, ίσως, και δεν τον άφησε να γευθεί θάνατο, μέχρι σήμερα.
Ο Άγιος Ιωάννης δεν έχει γευθεί θάνατο
Σύμφωνα με την Αγία Γραφή και πολλούς Αγίους Πατέρες μας, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μάλλον δεν έχει γευθεί θάνατο, γι’ αυτό και η Εκκλησία μας, δεν εορτάζει κοίμηση του Αγίου Ιωάννη, αλλά Μετάσταση.
Στο βίο του Αγίου Ιωάννου, διαβάζουμε σχετικά με την Μετάστασή του:
«Αφού επεστρέψαμεν εις την Έφεσον από την εξορίαν, διεμείναμεν εις αυτήν έτη είκοσιν εξ· εμείναμεν δε και εις την νήσον Πάτμον έτη δέκα πέντε· και προ της εξορίας ημών διετρίψαμεν εξ Ιεροσολύμων ετών πεντήκοντα. Και αφού συνεπληρώθησαν είκοσιν εξ έτη από της επιστροφής ημών εκ της εξορίας εις την Έφεσον, μίαν ημέραν παραλαβών ο Ιωάννης εμέ και ετέρους εξ μαθητάς αυτού, είπε· “Λάβετε σκαπτήρια εις τας χείράς σας και ακολουθήσατέ με”· ελάβομεν δε δύο σκαπτήρια και ακολουθήσαντες αυτόν εξήλθομεν της πόλεως· φθάσαντες δε εις ένα τόπον, είπε προς ημάς ο Ιωάννης· “Καθήσατε ενταύθα”· και εκαθήσαμεν, αυτός δε επροχώρησεν ολίγον δια να έχη ησυχίαν, και εκεί προσηύχετο· ήτο δε ώρα του όρθρου, νυξ δηλαδή αρκετή προ της ανατολής του ηλίου. Και μετά την ευχήν ελθών προς ημάς λέγει· Σκάψατε εις την γην εις μέτρον του αναστήματός μου σταυροειδώς.
Αφού λοιπόν ημείς εσκάψαμεν, προσηύξατο ο Ιωάννης· και μετά την ευχήν εισήλθεν εις τον τάφον τον οποίον εσκάψαμεν, και εκείθεν είπε προς με· “Τέκνον Πρόχορε, να υπάγης εις τα Ιεροσόλυμα· διότι εκεί πρέπει να τελειώσης τον βίον”· διδάξας δε ημάς και ασπασάμενος, είπε· “Σύρατε το χώμα της μητρός μου γης και σκεπάσατέ με”· ημείς δε ασπασάμενοι αυτόν, και σύραντες χώμα εσκεπάσαμεν μέχρι των γονάτων. Πάλιν εκείνος ασπασάμενος ημάς, είπε· “Σύραντες χώμα σκεπάσατέ με έως του τραχήλου”· και ασπασάμενοι αυτόν εποιήσαμεν ούτω· είτα δε πάλιν είπε προς ημάς· “Φέρετε λεπτόν πανίον και σκεπάσατε δι αὐτοῦ το πρόσωπόν μου, και ασπάσασθέ με δια τελευταίαν φοράν· διότι δεν θα με ίδητε πλέον εις την ζωήν ταύτην”. Και ποιήσαντες ούτως, ησπασάμεθα αυτόν πάλιν κλαίοντες· αυτός δε δους εις ημάς την ειρήνην απέλυσεν ημάς. Και ούτω κλαίοντες πικρώς εσκεπάσαμεν όλον το σώμά του. Τότε και ο ήλιος ανέτειλε, και αυτός παρέδωκε το πνεύμά του.
Επιστρέψαντες ημείς εις την πόλιν ηρωτήθημεν παρά των αδελφών· “Που ευρίσκεται ο Διδάσκαλος ημών;” ημείς δε διηγήθημεν προς αυτούς λεπτομερώς πάντα τα γεγονότα· και εκείνοι παρεκάλεσαν ημάς ίνα δείξωμεν εις αυτούς τον τόπον. Απελθόντες όθεν μετά των αδελφών εις τον τόπον εκείνον, τον μεν Ιωάννην δεν εύρομεν, εύρομεν δε μόνον τα υποδήματα αυτού. Και τότε ενεθυμήθημεν τον λόγον του Κυρίου, τον οποίον είπε προς τον Πέτρον περί του Αποστόλου τούτου, ότι “Εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τι προς σε;” και εδοξάσαμεν δια ταύτα πάντα τον Πατέρα και τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα τον ένα Θεόν· ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». [81]
Διαβάζουμε ακόμη στην Καινή Διαθήκη ότι, όταν ο Απόστολος Πέτρος ρώτησε τον Χριστό μας περί του Ιωάννη «ούτος δε τι;» δηλαδή, αυτός τι θα απογίνει; καλά, εμένα μου είπες τι θα γίνω, αλλά ο Ιωάννης; Ο Κύριός μας απήντησε: «εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τι προς σε;» (Ιω. κα’, 22) δηλαδή· «εάν εγώ θέλω να τον κρατήσω ζωντανό μέχρι που θα ξαναέλθω, στην Δεύτερη Παρουσία μου, εσένα τι σε νοιάζει; τι σε ενδιαφέρει; αυτό είναι θέμα δικό μου».
Γι’ αυτό και οι Απόστολοι, άρχισαν να πιστεύουν και να το συζητούν μεταξύ τους, ότι ο Ιωάννης δεν πρόκειται να αποθάνει· «εξήλθεν ουν ο λόγος ούτος εις τους αδελφούς ότι ο μαθητής εκείνος ουκ αποθνήσκει» (Ιω. κα’, 23).
Όμως, ο ίδιος ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, μας διευκρινίζει τα λόγια του Κυρίου μας, λέγοντας ότι ο Χριστός δεν είπε ότι δε θα αποθάνει, αλλά εάν θέλει να τον κρατήσει ζωντανό μέχρι να ξαναέλθει.
Πότε όμως θα έλθει ξανά ο Κύριός μας; Φυσικά στη Δευτέρα παρουσία Του. Δεν έχουμε άλλους ερχομούς ή Παρουσίες του Χριστού μας. Μόνο δύο. Την πρώτη, όταν έγινε άνθρωπος και εσταυρώθη για τη σωτηρία του κόσμου, και την Δεύτερη, όταν θα έλθει στο τέλος του κόσμου για να κρίνει ζώντες και νεκρούς.
Άρα, αφού ο ίδιος ο Ιωάννης βεβαιώνει ότι σίγουρα θα πεθάνει, όπως όλοι οι άνθρωποι της γης, δύο εκδοχές υπάρχουν·
Ή πέθανε τότε, κανονικά, όταν ζούσε στην εποχή του Χριστού, ή θα πεθάνει στο τέλος του κόσμου.
Εάν όμως πάρουμε την πρώτη εκδοχή, ότι δηλαδή πέθανε τότε, τότε προς τι ο λόγος του Κυρίου μας «εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τι προς σε;» (Ιω. κα’, 22).
Πως θα ερμηνεύσουμε το· «μένειν έως έρχομαι;»
Το «έως έρχομαι» σημαίνει την Δευτέρα Παρουσία Του, άρα θα τον κρατάει πεθαμένο μέχρι να ξανάρθει; Δεν ευσταθεί.
Εάν πάλι υποθέσουμε, ότι πέθανε και στη συνέχεια τον ανέστησε, όπως και την Παναγία μας, και τον έχει κοντά Του, τότε και πάλι το «μένειν έως έρχομαι» πως θα το εξηγήσουμε; Αφού είναι ήδη κοντά Του ανεστημένος και θα είναι πάντοτε πλέον, εις τους αιώνας των αιώνων, πως θα τον κρατήσει μέχρι να ξανάρθει;
Μόνο λοιπόν αυτή η εξήγηση, κατά την ταπεινή μας άποψη, ταιριάζει περισσότερο. Ότι θα μείνει ζωντανός, μέχρι την Δευτέρα Παρουσία Του, και έπειτα θα αποθάνει και μάλιστα με μαρτυρικόν θάνατον, «και ουκ είπεν αυτώ ο Ιησούς ότι ουκ αποθνήσκει, αλλ εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τι προς σε;» (Ιω. κα’, 23).
Τον κράτησε λοιπόν στη ζωή ο Θεός, προφανώς λόγω της μεγάλης αγάπης που είχε στον Θεό και τους ανθρώπους, είτε
για να τον έχει πάντα μαζί Του, όπως και την Παναγία Μητέρα Του, είτε
και για να ξαναέλθει και να κηρύξει, στηρίξει και βοηθήσει τους πιστούς
της εποχής μας, οι οποίοι θα παραπαίουν από τα πάθη και τις αμαρτίες, αλλά και από τα τεχνάσματα και τις πανουργίες του διαβόλου και του Αντιχρίστου, και στη συνέχεια να αποθάνη, όπως κάθε άνθρωπος επί της γης.
Μην ξεχνάμε, ότι είναι και ο κατ’ εξοχήν μαθητής της Αγάπης. Τα λιγοστά λόγια, που έλεγε τα τελευταία χρόνια στους μαθητάς του ήταν: «Τεκνία, αγαπάτε αλλήλους»· «Παιδιά μου, να αγαπάτε ειλικρινά ο ένας τον άλλον».
Ίσως ακόμη, και την ώρα που διετάχθη να καταπιεί το βιβλίο της Αποκαλύψεως, ενώ στην αρχή ένοιωσε μια γλυκιά γεύση στο στόμα του, προφανώς από την αίσθηση της αποκαλύψεως των θαυμασίων και των μυστηρίων του Θεού, στη συνέχεια, όταν το βιβλίο κατέβηκε στην κοιλίαν του, όταν το «χώνεψε» δηλαδή, όταν άρχισε και το επεξεργαζόταν και συνειδητοποιούσε όλα εκείνα τα οποία επρόκειτο να περάσουν οι άνθρωποι της έσχατης γενιάς, ένιωσε μια πίκρα, μια στεναχώρια μέσα του· «και έλαβον το βιβλίο εκ της χειρός του αγγέλου και κατέφαγον αυτό, και ην εν τω στόματί μου ως μέλι γλυκύ· και ότε έφαγον αυτό, επικράνθη η κοιλία μου» (Αποκ. ι’, 10) και ίσως, λέγω ίσως, εκείνη την ώρα να ζήτησε και να παρακάλεσε από τον Θεό, να τον αφήσει να ζήσει μέχρι την εποχή εκείνη, δηλαδή τη δικιά μας, για να μπορέσει να βοηθήσει και να εμψυχώσει τους πιστούς.
Ή ακόμη, μπορεί, ανακαλύπτοντας ότι ο Θεός τον είχε διαλέξει να ξαναέλθει στα έσχατα, προς στιγμήν ένιωσε θλίψη, στεναχώρια και πίκρα που θα έμενε ακόμη τόσα πολλά χρόνια κάτω στη γη, μακριά από τον Κύριο και Θεό Του που τόσο πολύ αγάπησε και πίστεψε, όπως και ο Απόστολος Παύλος, αλλά και πολλοί άλλοι άγιοι, που παρακαλούσαν να φύγουν γρήγορα από αυτή τη ζωή για να πάνε κοντά στο Θεό.
Αλλά και όταν κάποτε τα δύο αδέλφια, Ιάκωβος και Ιωάννης, μη έχοντας ακόμη συνειδητοποιήσει κάποια πράγματα (διότι δεν είχε έλθει ακόμη η Πεντηκοστή και δεν είχαν λάβει το Πνεύμα το Άγιον, όπου τους μεταμόρφωσε και τους έκανε άλλους ανθρώπους, Χριστοφόρους, Θεοφόρους, Πνευματοφόρους), ζήτησαν από τον Κύριο, όταν θα έλθει στη γήϊνη Βασιλεία Του, να βάλει τον ένα εκ δεξιών και τον άλλον εξ ευωνύμων, ο Χριστός τους απήντησε· «Δεν γνωρίζετε τι ζητάτε, διότι η Βασιλεία η δική μου, δεν είναι εδώ στη γη. Μπορείτε να πιείτε το ποτήριον με τις θλίψεις, τις δοκιμασίες και τους διωγμούς που ήπια εγώ και να βαπτισθείτε με το βάπτισμα (τον θάνατον) τον δικό μου;» Και εκείνοι απήντησαν· «Μπορούμε Κύριε». Και ο Χριστός τους απαντά, ότι πράγματι έτσι θα γίνει. Δηλαδή θα περάσουν όλα αυτά που πέρασε εκείνος και στο τέλος θα μαρτυρήσουν για την πίστη τους. (Μαρκ. ι’, 35-39).
Ο Ιάκωβος πράγματι εμαρτύρησε, όπως γνωρίζουμε από τη βιογραφία του·
«...Τόσον δε πολύ ηγάπησεν αυτούς ο Δεσπότης Χριστός (τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην δηλαδή), ώστε εις μεν τον ένα αδελφόν, τον Ιωάννην, προσέφερε το στήθος του, ίνα ανακλιθή επ ’ αυτού, εις δε τον άλλον αδελφόν, τούτον δηλαδή τον θείον Ιάκωβον, έδωκε την τιμήν να πίη το ποτήριον του θανάτου, το οποίον Αυτός ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έπιεν... Τα περί του μακαρίου τούτου Ιακώβου, πληροφορούμενος ο Ηρώδης ο Αγρίππας, ο του Αριστοβούλου υιός, του οποίου θείος ήτο ο Ηρώδης ο θανατώσας τον Πρόδρομον και μη υποφέρων να βλέπη αυτόν μετά τόσης παρρησίας διδάσκοντα το Ευαγγέλιον μετά το Πάθος και το σωτήριον κήρυγμα του Χριστού, εθανάτωσεν αυτόν δια μαχαίρας εν έτει από Χριστού μδ’ (44). Ούτω μετά τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον δεύτερον Μάρτυρα έστειλε τούτον προς τον Χριστόν, ως γράφεται εις το βιβλίον των Πράξεων (ιβ’, 1-2): "Κατ΄εκείνον δε τον καιρόν επέβαλεν Ηρώδης ο βασιλεύς τας χείρας κακώσαί τινας των από της εκκλησίας. ανείλε δε Ιάκωβον τον αδελφόν Ιωάννου μαχαίρα"...». [82]
Ο Ιάκωβος λοιπόν, ο αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου εμαρτύρησε, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου μας.
Ο Ιωάννης; Δεν πρέπει και αυτός όχι μόνον να πεθάνει ως άνθρωπος, αλλά και να ΜΑΡΤΥΡΗΣΕΙ όπως προεφήτευσε ο Χριστός μας;
Φυσικά και έτσι θα γίνει· Είναι αδύνατον να διαψευστεί ο Θεάνθρωπος Ιησούς· «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι». (Ματθ. κδ’, 35)
Πρέπει λοιπόν λογικά, να «ξαναέλθει» για να πεθάνει και μάλιστα με μαρτυρικό θάνατο.
Αλλά και εις την Αποκάλυψιν διαβάζουμε: «δει σε πάλιν προφητεύσαι επί λαοίς και έθνεσι και γλώσσαις και βασιλεύσι πολλοίς» (Αποκ. ι’, 11).
Του λέει ο Άγγελος να καταπιεί το βιβλίο της Αποκαλύψεως, προφανώς για να το χωνέψει και κατανοήσει απόλυτα επειδή του έχει ορίσει πάλι ο Θεός να ξαναπροφητεύσει στα έσχατα χρόνια, σε πολλούς βασιλείς, λαούς, φυλές, γλώσσες και έθνη σε όλο τον κόσμο.
Άλλωστε, ποιός θα ήτο καταλληλότερος του Ιωάννου, για να ερμηνεύσει και εξηγήσει όλα εκείνα τα διαδραματισθέντα εις την «Αποκάλυψη», τα οποία του απεκάλυψε ο ίδιος ο Θεός και έχουν σχέση με τον Αντίχριστο, το σφράγισμα, τα σχέδιά του και την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας;
Η γνώμη βέβαια αυτή, δεν είναι μόνον ιδική μας, ούτε και τα επινοούμε εμείς όλα αυτά.
«Ταύτα δε διδάσκομεν, ουχ ευρεσιλογούντες, αλλ ἐκ των θείων εκκλησιαζομένων Γραφών...». [83] (Αγίου Κυρίλλου)
Πολλοί Πατέρες έχουν καταγράψει τα ανωτέρω πολύ όμορφα, γλαφυρά και ξεκάθαρα. Ας δούμε μερικούς.
Μαρτυρίες Αγίων Πατέρων σχετικές με το ότι
ο Ευαγγελιστής Ιωάννης δεν έχει κοιμηθεί
1. Ανθίμου Πατριάρχου Ιεροσολύμων
«Το δε ειπείν τον άγγελον προς αυτόν, δει σε πάλιν προφητεύσαι επί λαοίς και έθνεσι και λοιπά, βεβαιοί το παρ ἡμῖν τοις Γραικοίς δόγμα περί τούτου του αγίου και ενδόξου Ευγγελιστού Ιωάννου, ότι ουκ απέθανε θάνατον κατά διάζευξιν ψυχής εκ του σώματος, αλλά μετέστη εν χώρω, ον είδε μόνος ο Κύριος, και ζη ως και ο Ηλίας, ίνα πάλιν έλθη επί του αντιχρίστου μετά του Ηλιού και Ενώχ, και διδάξη τους ανθρώπους α εκελεύσθη σφραγίσαι μέχρι του τηνικαύτα καιρού· τω γαρ γένει των ανθρώπων τρεις νόμους δέδωκεν ο Θεός, τον φυσικόν λέγω, ον ενομοθέτησεν ο Θεός τω Αδάμ εν τω παραδείσω, και αυτοδίδακτον τη ημών εκάστου ενεκόλαψε φύσει, και τον γραπτόν, ον δια του Μωϋσέως δέδωκε τοις Ισραηλίταις εν τω Σινά, και τον ευγγελικόν, ον δια των αγίων Αποστόλων παρέδωκεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εν Ιερουσαλήμ. Δει ουν εν εσχάτοις καιροίς παραγενέσθαι και μάρτυρας τούτων· όθεν του μεν φυσικού, ελεύσεται ο Ενώχ, του δε Μωσαϊκού, ο Ηλίας, του δε ευαγγελικού, ο παρών Ευαγγελιστής, όστις και συναποκτανθήσεται τω Ενώχ και τω Ηλία επί αντιχρίστου· είρηται γαρ αυτώ και τω ομαίμονι αυτού Ιακώβω παρά του Κυρίου· “Το ποτήριον ο εγώ πίνω πίεσθε, και το βάπτισμα, ο εγώ βαπτίζομαι, βαπτισθήσεσθε” (Μαρκ. ι’, 39)· δηλούντος τον δια μαρτυρίου θάνατον· και ο μεν Ιάκωβος υπό Ηρώδου ανηρέθη, και έπιε το ποτήριον του Χριστού, και εβαπτίσθη κατά τον θάνατον αυτού· ο δε Ιωάννης ούπω του τοιούτου τετύχηκε τέλος. Εικότως ουν λέγομεν, ότι αποκτανθήσεται επί αντιχρίστου, και αμφοτέροις πληρωθήσεται το του Κυρίου λόγιον». [84]
2. Αγίου Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας
«Έστοντας να ακούση ο Πέτρος, λέγουσιν, ότι μέλλει να αποθάνη δια τον Χριστόν, είπεν, αλλά ο Ιωάννης τι; δεν θέλει αποθάνει και αυτός; ο δε Χριστός δεν το απηγόρευσε τούτο, δηλαδή δεν το εβεβαίωσε να ειπή, ότι δεν αποθαίνει· διότι κάθε άνθρωπος που θα γεννηθή, είναι βέβαιο ότι και θα αποθάνη. Είπε δε το, εάν θέλω αυτόν μένειν, δηλαδή να ζη, έως της συντελείας του κόσμου, και τότε να μαρτυρήση δι ἐμέ. Δια τούτο και λέγουσιν, ότι ζη αυτός, πρόκειται δε να φονευθή υπό του Αντιχρίστου μαζί με τον Ηλίαν, κηρύττοντες τον Χριστόν. Εάν δε και το μνήμα αυτού φαίνεται, τι προς αυτό; διότι ζωντανός μεν εισήλθεν εις αυτό, και έπειτα μετεστάθη. Καθώς και ο Ενώχ και ο Ηλίας. Ανατρέπει λοιπόν ο Ευαγγελιστής την ψευδή δόξαν, δηλαδή εμποδίζει τον ψεύτικον λογισμόν εκείνων οπού νομίζουν, ότι δεν αποθαίνει ο μαθητής αυτός, αλλά θέλει είναι αθάνατος· διότι κατά αλήθειαν ψευδές είναι, το να είναι άνθρωπος αθάνατος. Διότι αν και ο Ενώχ, και ο Ηλίας δεν απέθαναν, αλλ ὅμως πρόκειται στο μέλλον να αποθάνουν· έτσι λοιπόν και αυτός, εάν και δεν απέθανεν, αλλά θέλει αποθάνει. Το δε λεγόμενον και λογιζόμενον ότι δεν θα αποθάνει ποτέ, δηλαδή, το ότι θα είναι αθάνατος, είναι ψεύδος...». [85]
3. Αγίου Ιππολύτου
«Η μεν πρώτη Παρουσία του Κυρίου μας είχε Πρόδρομον τον Βαπτιστή Ιωάννη, η δε Δευτέρα Παρουσία, εις την οποία πρόκειται να έλθει με μεγάλη δόξα, θα έχει Προδρόμους τον Ενώχ, τον Ηλίαν και Ιωάννην τον Θεολόγον». [86]
4. Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου
«Επειδή θα είναι ολίγοι αυτοί που θα μπορέσουν να αντέξουν και να γλυτώσουν από τις παγίδες του Αντιχρίστου, ο Θεός θα στείλει τον Ηλία και τον Ενώχ, ίσως και τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, δεν το γνωρίζουμε αυτό, προκειμένου να βοηθήσουν την αδύνατη και ασθενή ανθρώπινη φύση μας, ως πρωτοστάτες και αθλοφόροι στον αγώνα και ομολογία τους υπέρ της νίκης του Χριστού και κατά του Αντιχρίστου». [87]
5. Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού
«...Το συγκεκριμένο «εάν αυτός θέλω να μείνει μέχρι να ξανάρθω, εσένα τι σε νοιάζει;» έχει λεχθεί για τον Ιωάννη τον Θεολόγον, ο οποίος δεν έχει γευθεί θάνατον και διαμένει ζωντανός μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας. Αυτή είναι η σωστή ερμηνεία που έχουν δώσει πολλοί από τους σοφούς αγίους μας στο ανωτέρω χωρίον». [88]
6. Μεγάλου Φωτίου
«...Μάρτυρες αδιάψευστοι ότι οι άνθρωποι, εάν δεν αμάρτανε ο Αδάμ, δεν θα πέθαιναν και θα είχαν τα σώματά τους αιώνια, είναι οι τρεις άνθρωποι Ενώχ, Ηλίας και Ιωάννης ο Θεολόγος, που ο Θεός κράτησε ζωντανούς. Έναν από κάθε εποχή. Ο Ενώχ, ως ζήσας προ του Νόμου· ο Ηλίας μετά τον Νόμον· και ο Ιωάννης μετά την Χάριν.
Απόδειξη δε ότι είναι ζωντανός και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είναι ο λόγος του Κυρίου μας στο Ευαγγέλιο που λέγει “Εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τι προς σε;”. Όχι ότι δεν θα αποθάνει όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι, αλλά ότι ο Θεός τον έχει φυλάξει ζωντανό για να ξαναέλθει ως Πρόδρομος στην Δευτέρα Παρουσία Του μαζί με τον Ηλία και τον Ενώχ...». [89]
Όπου Θεός βούλεται νικάται φύσεως τάξις
Ορισμένοι, βέβαια, ίσως αναρωτηθούν. Καλά, είναι δυνατόν να ζει άνθρωπος, τόσα πολλά χρόνια;
Κάτω από κανονικές και φυσιολογικές συνθήκες, φυσικά και δεν είναι δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο. Αν και εις τους χρόνους της Παλαιάς Διαθήκης, οι άνθρωποι ζούσαν πολύ περισσότερα χρόνια, απ ὅ,τι ζουν σήμερα. Ζούσαν 200, 300, 500, έως και χίλια χρόνια.
Ο Αδάμ π.χ., έζησε 930 έτη.
Ο Νώε, έζησε 950.
Ο Μαθουσάλας έζησε τα περισσότερα χρόνια που έζησε άνθρωπος επάνω σ αὐτήν τη γη, 969 χρόνια.
Προσοχή, κάνουμε μια διευκρίνιση. Δεν υπήρχε άλλη μονάδα μετρήσεως των ετών, όπως νομίζουν και πιστεύουν κάποιοι από άγνοια, η ισχυρίζονται και υποστηρίζουν κάποιοι άλλοι, αναπόδεικτα.
Ας μην ξεχνάμε όμως ότι, πάνω από όλους τους Νόμους της φύσεως και πάνω από όλα τα δημιουργήματα, είναι ο Νομοθέτης και ο Δημιουργός.
Εκείνος όπου εδημιούργησε τα πάντα από το πουθενά, και έθεσε τους φυσικούς νόμους.
Εκείνος όπου, «εκ του μη όντος εις το είναι ημάς παρήγαγε».
Εκείνος όπου, «όταν βούλεται νικάται φύσεως τάξις».
Εκείνος όπου, «ουκ αδυνατεί παρά τω Θεώ παν ρήμα».
Δεν υπάρχει ΤΙΠΟΤΑ που δεν μπορεί, εάν θέλει, να το κατορθώσει ο Θεός.
Ζήτημα δευτερεύον και θεολογούμενον
Τέλος θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το συγκεκριμένο θέμα, όπως λέει και ο Μέγας Φώτιος, δεν είναι θέμα πίστεως ή δογματικό, ώστε να μην έχει κανείς δικαίωμα να προσθέσει ή να αφαιρέσει κάτι χωρίς τον κίνδυνο να χαρακτηρισθεί αιρετικός, αλλά είναι θέμα δευτερεύον και «θεολογούμενον» όπως λέγεται και γι’ αυτό, απλώς, σας εξωτερικεύω τις σκέψεις μου και σας καταθέτω την άποψή μου, όχι δογματικά και αποφαντικά, αλλά ερμηνευτικά και ταπεινά, «ο δε χρόνος και η πείρα τοις νήφουσιν», [93] όπως λέγει και ο άγιος Ανδρέας Καισαρείας, σύντομα θα δείξει τι απ’ όλα αυτά θα γίνει.
«Εκείνο δε δήλον, ως το παρόν ζήτημα, (η έλευσις ή όχι του Ιωάννου) καν της αληθείας παρασφαλή, ου φέρει ψυχής κίνδυνον. Η μεν γαρ περί πίστεως έρευνα της αληθείας παρατραπείσα ναυάγιον μέγα τη ψυχή προξενεί, διο δη και βραχείας της εις αυτήν τελούσης αντέχεσθαι δει συλλαβής· η δε ζήτησις των παρά την ευσέβειαν προβλημάτων καλόν μεν ει προς το της αληθείας καταλήγει τέλος· ει δε γε ταύτης αστοχήσει, ου καλόν μεν, όμως όλεθρον ψυχής ου φέρει». [94] (Μεγάλου Φωτίου)
(Από το βιβλίο του πατρός Μαξίμου
«Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ ΗΛΘΕΝ 1983, 2013»)
«Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ ΗΛΘΕΝ 1983, 2013»)
80. (Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας Τόμος Ζ’, σελ. 385)
81. (Η Μετάστασις του Αγίου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου - 26 Σεπτεμβρίου. Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας Τόμος Θ’, σελ. 622-623)
82. (Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας Τόμος Δ’, σελ. 614)
83. (Αγίου Κυρίλλου, ΕΠΕ 2, 138)
84. (Ανθίμου Ιεροσολύμων, Ερμηνείαν εις την Ιεράν Αποκάλυψιν, σελ. 104-105, Εκδόσεις Ρηγόπουλου)
85.
«Ακούσας, φασίν, ο Πέτρος, ότι θανείται υπέρ Χριστού, είπεν, ότι και
Ιωάννης τι; ου θανείται και αυτός; Ο δε Χριστός ουκ απηγόρευσε μεν τούτο
(πας γαρ ο γεννηθείς, και θανείται), είπε δε το, “Εάν θέλω αυτόν
μένειν·” τουτέστι, Ζην άχρι της του κόσμου συντελείας, και τότε
μαρτυρήσαι περί εμού. Όθεν και φασι ζην αυτόν, υπό δε του Αντιχρίστου
μέλλειν αναιρεθήναι, συν τω Ηλία κηρύττοντα τον Χριστόν. Ει δε και μνήμα
αυτού δείκνυνται, τι τούτο; Ζων μεν γαρ εισήλθεν εν αυτώ, είτα μετέστη,
ώσπερ και Ενώχ και Ηλίας. Ανατρέπει τοίνυν ο ευαγγελιστής την ψευδή
δόξαν των οιομένων, ότι ουκ αποθνήσκει ο μαθητής ούτος, αλλ ἀθάνατος έσται. Ψευδές γαρ όντως, το αθάνατον είναι άνθρωπον. Καν γαρ Ενώχ και Ηλίας ουκ απέθανεν, αλλ ὅμως θνητοί. Ούτως ουν και ούτος, καν ουκ απέθανεν, αλλ ἀποθανεῖται.
Το ουν, “Ουκ αποθνήσκει,” τουτέστιν, αθάνατος έσται, ψευδές».
(Θεοφύλακτου Βουλγαρίας, Ρ.υ. 124, 316, Ερμηνεία εις τα τέσσαρα Ιερά
Ευαγγέλια, Τόμος Β’, σελ. 417-418)
86.
«Η μεν πρώτη αυτού παρουσία Ιωάννην τον βαπτιστήν είχε πρόδρομον, η δε
δευτέρα αυτού, εν η μέλλει έρχεσθαι εν δόξη, Ενώχ και Ηλίαν και Ιωάννην
τον θεολόγον αναδείξει».
(Αγίου Ιππολύτου, ΒΕΠΕΣ 6, 283)
87.
«Και ίδε εισήλθεν εν τω λόγω αυτών πάντως ο Αντίχριστος. Βασιλεύς γαρ
ων κακείνος, τούτο μόνον επιζητήσοι, ο θέλει και λέγει γίνεσθαι·..., και
οπόσοι δυνάμει Θεού ανταγωνιζόμενοι στώσιν, είεν αν και ταις ημέραις
εκείναις νικώντες τον Αντίχριστον εν θανάτω μετά Χριστού... Δια τούτο
ολίγοι οι μέλλοντες στήναι. Δια τούτο Ηλίας και Ενώχ· ουκ οίδαμεν ει και
ο Θεολόγος και ευαγγελιστής, αρωγοί της ανθρωπίνης ασθενείας, και
πρωτοστάται, και αθλοφόροι της υπέρ ομολογίας Χριστού νίκης». (Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Ρ.G. 99, 1033)
88.
«Εισί τινες, έλεγε, των ώδε εστώτων, οι ου μη γεύσωνται θανάτου, έως αν
ίδωσι τον Υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν τη βασιλεία αυτού. Ει μεν ουν,
ως εφ ἑνός
έφησεν, Έστι τις των ώδε εστώτων, ταυτό μηνύειν υπετοπήσαμεν, τω, Εάν
αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι τι προς σε; περί Ιωάννου του Θεολόγου
ειρημένω, ως θανάτου άγευστον διαμένειν, μέχρι της Χριστού παρουσίας·
ούτω γαρ ήδη τινές εκείνο των λίαν σοφών εξελάβοντο». (Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Ρ.G. 96, 556-557)
89.
«Μαρτυρεί δε τοις ειρημένοις Ενώχ και Ηλίας και ο της βροντής υιός
Ιωάννης, έτι περιόντες εν τω σώματι· και γαρ τούτους ως απαρχήν του όλου
φυράματος ημών ο Δημιουργός λαβών έδειξε πάσι ως ει μη ήμαρτεν ο Αδάμ,
έτι αν περιήν μετά του σώματος. Πλην και ούτοι πολυχρόνιον βίον ανύοντες
γεύσονταί ποτε θανάτου, καν εν ριπή οφθαλμού. Όρα δε την δι αὐτῶν
πίστιν, ως εκ των τριών προάγεται γενεών, εκ μεν των προ νόμου
ληφθέντος του Ενώχ, εκ δε των μετά νόμον του Ηλία, εκ δε των μετά την
χάριν του επιστηθίου των μαθητών. Ουκούν και ο Αδάμ, ει την εντολήν
εφύλαττε, τούτοις αν αδιστάκτως συμπεριήν. Ότι δε περίεστιν ο παρθένος
Ιωάννης, όπερ εζήτησας, ώσπερ τον Ενώχ και τον Ηλίαν παράδοσις μαρτυρεί,
ούτω και τούτον. Και το εν τοις Ευαγγελίοις δε ειρημένον εις τον αυτόν
ημάς νουν έλκει. Είπε μεν γαρ ο Χριστός τον τρόπον του θανάτου, ον
έμελλεν υπέρ αυτού αποθνήσκειν ο Πέτρος· ο δε Πέτρος τον οικείον θάνατον
ακούσας ευθύς επερωτά περί του ευαγγελιστού Ιωάννου, δήλον κακείνου ουκ
άλλο τι αλλ ἤ
τον τρόπον του θανάτου αυτού μαθείν επιζητών, Ούτος δε τι; ου γαρ άλλο
μεν ήκουε παρά του Σωτήρος περί αυτού, εις άλλο δε τι ανακόλουθον την
ερώτησιν μετήγεν, ώσπερ παρορών και παρά φαύλον ποιούμενος την του
διδασκάλου περί αυτού προφητείαν. Της δε του Πέτρου ερωτήσεως περί του
θανάτου, ον έμελλεν αποθνήσκειν ο Ιωάννης, επερω-τώντος, και του Σωτήρος
ειπόντος, Εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τι προς σε; Πως ουχί την
μέχρι της παρουσίας αυτού διαμονήν η αλήθεια προλέγει; διο και ο εν
αγίοις Κύριλλος το Ακολούθει μοι περί του θανάτου του αγίου Πέτρου
ειρήσθαι τω Σωτήρι εκδέχεται. Το δε, ότι Εξήλθεν ο λόγος ούτος εις τους
μαθητάς, ότι ο μαθητής εκείνος ουκ αποθνήσκει και τα εξής ου μόνον ουδέν
μάχεται, αλλά και συνάδει. Ου γαρ τις αυτόν αθάνατον είναί φησιν, αλλά
διαμένειν μετά Ενώχ και Ηλία μέχρι της δευτέρας του Δεσπότου παρουσίας· ο
και μαθητής αυτός βεβαιών φησιν, ότι ουκ είπε δε αυτώ ο Ιησούς ότι ουκ
αποθνήσκει, αλλ, εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τι προς σε; Και
φανερόν ότι το μεν αθάνατον είναι ανέτρεψε, το δε μένειν έως της
παρουσίας εβεβαίωσεν. Ει δε ο Παμφίλου Ευσέβιος, την εκκλησιαστικήν
γράφων Ιστορίαν και τους χρόνους αυτού, καθ οὕς
εβίωσεν, αριθμητούς έθετο, και ως μέχρι των Τραϊανού χρόνων διήρκεσεν,
ουδέν μαχόμενον, καν δοκή, λέγει. Εκείνο γαρ έκαστος κατά νουν
λαμβανέτω, ως οι του Ενώχ κατάδηλοι χρόνοι, και όσα έτη εν τω κόσμω
εβίω, σαφώς· η θεία Γραφή παραδίδωσιν· αλλ οὐ
δια τούτο την μετά σώματος αρνήσεταί τις του δικαίου μετάθεσιν. Ταύτη
τη δόξη συνάδουσι και αι πράξεις του ηγαπημένου Ιωάννου και ο βίος, ας
ουκ ολίγοι προφέρουσι. Κατατεθείς γαρ, φασί, κατά την αυτού εκείνου
προτροπήν εν τινι τόπω, ζητηθείς αιφνίδιον ουχ ευρίσκετο, αλλά μόνον το
αγίασμα βρύον εξ αυτού του τόπου εν ω προς βραχείαν ροπήν ετέθη· αφ οὗ πάντες, ως πηγήν αγιασμού, το άγιον εκείνο μύρον αρυόμεθα». (Μεγάλου Φωτίου, Ρ.G. 103, 985-988)
90. (Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, Η Δευτέρα Παρουσία, σελ. 53)
91.«Και
γαρ και ο Ηλίας ήξει τότε τους πιστούς ασφαλιζόμενος. Και τούτο ο
Χριστός φησίν, “Ηλίας έρχεται, και αποκαταστήσει πάντα”. Δια τούτο
είρηται περί Ιωάννου το, “εν δυνάμει και πνεύματι Ηλίου”. Ούτε γαρ
σημεία ειργάσατο, καθάπερ Ηλίας, ούτε θαύματα· “Ιωάννης μεν” γαρ, φησί,
“σημείον εποίησεν ουδέν· πάντα δε, όσα είπεν Ιωάννης περί τούτου, αληθή
ην”. Πως ουν “εν δυνάμει και πνεύματι Ηλίου;” Τουτέστι, την αυτήν
αναλήψεται διακονίαν. Καθάπερ ούτος πρόδρομος της προτέρας παρουσίας,
ούτω κακείνος πρόδρομος της δευτέρας και ενδόξου αυτού παρουσίας, και
εις τούτο φυλάττεται. Μη τοίνυν δείσωμεν...» (Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 23, 72)
92. (Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, Η Δευτέρα Παρουσία, σελ. 53)
93. (Ο Άγιος Ανδρέας Καισαρείας (Ρ.G. 106, 340 ε)
94. (Μεγάλου Φωτίου, Ρ.G. 103, 988 Β)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προσβλητικά και υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.