Στην Ιαπωνία οι άνθρωποι εξαφανίζονται. Δεν πεθαίνουν. Δεν
αυτοκτονούν. Δεν απάγονται. Απλώς σκόπιμα εξαφανίζονται μέσα στη νύχτα,
χωρίς εξηγήσεις. Κοινώς γίνονται καπνός.
Κλονισμένοι από την απώλεια μιας δουλειάς ή από έναν αποτυχημένο γάμο, στιγματισμένοι από χρέη ή εξαντλημένοι από το στρες και την υπερβολική εργασία, χιλιάδες Ιάπωνες έχουν αρχίσει να αφήνουν πίσω τους την επίσημη ταυτότητά τους και να αναζητούν καταφύγιο στον ανώνυμο κόσμο ενός άλλου κοινωνικού δικτύου.
Η πράξη αυτή που έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά φαινομένου λέγεται johatsu, που στα ιαπωνικά σημαίνει «άνθρωπος που εξατμίζεται», αυτό που εμείς λέμε «έγινε καπνός».
Τα μυστηριώδη περιστατικά δεν είναι μοναδικά, καθώς ο αριθμός των εξαφανισμένων ολοένα και αυξάνεται.
Το φαινόμενο αυτό επιβεβαίωσε και η έρευνα που έκανε ένα ζευγάρι Γάλλων δημοσιογράφων – η Léna Mauger και ο Stéphane Remael – και κατέγραψε στο βιβλίο με τίτλο «The Vanished: The ‘Evaporated People’ of Japan in Stories and Photographs», που δημοσιεύθηκε και κυκλοφόρησε πρόσφατα στις ΗΠΑ. Το βιβλίο περιλαμβάνει μια συλλογή από ιστορίες ανθρώπων που εγκατέλειψαν τη σύγχρονη κοινωνία, αναζητώντας μια πιο μυστική, λιγότερο πιεστική και στιγματισμένη ζωή. Άνθρωποι που για το κράτος είναι άφαντοι.
Όλα ξεκίνησαν σε ένα μπαρ στο Παρίσι, το 2008, όταν μια φίλη είπε στην Lena Mauger μια ιστορία για ένα γνωστό της ζευγάρι Ιαπώνων που είχε εξαφανιστεί. Και όπως της εξήγησε αυτό δεν ήταν μόνο ένα μοναδικό, μυστηριώδες περιστατικό αλλά σύμφωνα με την φίλη της Mauger, ήταν ένα φαινόμενο.
Οι Mauger και Remael εντυπωσιάστηκαν και αποφάσισαν να ταξιδέψουν στην Ιαπωνία. Όταν έφτασαν για πρώτη φορά στο Τόκιο, η αποστολή τούς φάνηκε αδύνατη. «Αναρωτιόμουνα, πώς μπορώ να βρω σκιές σε μια τόσο μεγάλη και πολυσύχναστη πόλη;» λέει η Mauger. «Και στην Ιαπωνία, το θέμα είναι τόσο ταμπού όσο η αυτοκτονία. Πολλοί άνθρωποι και φορείς αρνήθηκαν να συνεργαστούν μαζί μας. Όταν αναφέραμε τη λέξη «johatsu», μας λέγανε ότι ήταν πολύ απασχολημένοι για να μας βοηθήσουν».
Τελικά το ζευγάρι των Γάλλων δημοσιογράφων πέρασε πέντε χρόνια ταξιδεύοντας στην χώρα, κερδίζοντας σταδιακά την εμπιστοσύνη των ντόπιων ώστε να μάθουν για την ανησυχητική τάση, τεκμηριώνοντας το johatsu και τα υπόγεια δίκτυα που το στηρίζουν. Συνάντησαν επίσης πολλούς αγαπημένους αυτών που εξαφανίστηκαν: εγκαταλελειμμένοι πατέρες, σύζυγοι και εραστές. Δεν υπάρχουν επίσημα κυβερνητικά δεδομένα σχετικά με την τάση, αλλά από την έρευνα του ζεύγους περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι «εξαφανίζονται» ετησίως.
Κανένας από αυτούς τους ανθρώπους δεν εξαφανίζεται φυσικά. Η «εξάτμιση» είναι περισσότερο μια διοικητική εξαφάνιση. Με τρόπο παρόμοιο με αυτόν του Προγράμματος προστασίας των μαρτύρων στις ΗΠΑ, ο johatsu επιλέγει να αλλάξει όνομα, διεύθυνση και προσωπικά στοιχεία. Μπορούν ουσιαστικά να σκουπίσουν το προφίλ τους.
Στην Ιαπωνία, αυτή η εξαφάνιση ευνοείται, γιατί οι ιαπωνικοί νόμοι περί ιδιωτικού απορρήτου δίνουν στους πολίτες μεγάλη ελευθερία ώστε να το διατηρούν πράγματι το απόρρητο, περιγράφει η Léna Mauger στο Public Radio International reports. Μόνο στις ποινικές υποθέσεις η αστυνομία μπορεί να προβαίνει σε προσωπικά δεδομένα των ανθρώπων ενώ οι συγγενείς δεν μπορούν να αναζητήσουν οικονομικά αρχεία.
Κάθε χώρα έχει τους δραπέτες και τα αγνοούμενα πρόσωπα, αλλά οι νόμοι περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής της Ιαπωνίας καθιστούν σχεδόν αδύνατο τον εντοπισμό του johatsu. Για παράδειγμα, αν ένα άτομο δεν καταχωρίσει τη διεύθυνσή του στο δημαρχείο, ακόμη και η κυβέρνηση δεν ξέρει πού βρίσκονται, λέει ο Goro Koyama, ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ στην Ιαπωνία.
Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, είναι σχεδόν αδύνατο να έχει κανείς πρόσβαση στα δημόσια αρχεία στην Ιαπωνία. Τα προσωπικά δεδομένα είναι προσπελάσιμα από την αστυνομία και μόνο σε ποινικές υποθέσεις. Οι περισσότεροι johatsu είναι αστικές υποθέσεις, που σημαίνει ότι τα μέλη της οικογένειας που ελπίζουν να εντοπίσουν έναν συγγενή, ας πούμε, εντοπίζοντας τις συναλλαγές με χρεωστικές κάρτες τους, δεν έχουν τύχη.
Όπως ανέφερε η Mauger στο The New York Post «Το johatsu είναι τόσο ταμπού, είναι κάτι για το οποίο δεν μπορεί εύκολα να μιλήσει κάποιος, αλλά οι άνθρωποι μπορούν να εξαφανιστούν επειδή υπάρχει και μπορούν να βρουν μια άλλη κοινωνία κάτω από την κοινωνία της Ιαπωνίας. Όταν οι άνθρωποι εξαφανίζονται, ξέρουν ότι μπορούν να βρουν έναν τρόπο να επιβιώσουν. Εξαφανίζονται σε ένα “διοικητικό κενό”».
Ο Mikio είναι ένας από τους εξαφανισμένους ανθρώπους που συμφώνησαν να φωτογραφηθούν. «Τώρα, δεν φοβάμαι τίποτα», λέει.
Οι περιπτώσεις Johatsu εμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ενισχυμένες από μια ταινία του 1967 με τίτλο «A Man Vanishes» από τον σκηνοθέτη Shohei Imamura. Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ, στο οποίο ο σκηνοθέτης επιλέγει μία από τις εκατοντάδες αναφορές αγνοουμένων που κατατίθενται κάθε εβδομάδα και προσπαθεί να εντοπίσει ένα πραγματικό johatsu. Ήταν ένας μέσος Ιάπωνας μισθωτός που είχε εξαφανιστεί με τη βοήθεια της αρραβωνιαστικιάς του και ήταν αληθινή ιστορία.
Στη δεκαετία του 1970, εμφανίστηκαν πολλές περιπτώσεις κυρίως νεαρών αγροτών που υφίσταντο μεγάλη εκμετάλλευση και πολύ σκληρές συνθήκες εργασίας, οι οποίοι «εξαφανίστηκαν» σε μεγάλες πόλεις, λέει ο Hikaru Yamagishi, πολιτικός επιστήμονας στο Yale.
Η Mauger και ο Remael, βρήκαν και συνομίλησαν με ανθρώπους που η δουλειά τους ήταν να μεταφέρουν τους johatsu σε μακρινές πόλεις κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Αυτοί αποκαλούνται «νυχτερίδες» διότι η δουλειά αυτή γίνεται τη νύχτα. Δουλειά τους είναι να μεταφέρουν τους ανθρώπους σε νέες, μυστικές «αχαρτογράφητες διοικητικά» τοποθεσίες. Η μεταφορά και εξαφάνιση κόστιζε $ 3,400. Η δεκαετία του ’90 ήταν μια περίοδος άνθησης για τέτοιες νυχτερινές κινήσεις, καθώς η οικονομία μόλις είχε καταρρεύσει και πολλοί άνθρωποι αναζητούσαν διέξοδο.
«Είναι ένα τρελό πράγμα, αλλά η εξαφάνιση έγινε μια επιχείρηση εκείνη την εποχή», δήλωσε η Mauger στο PRI.
Ένας από αυτούς, ο Shou Hatori, ο οποίος βοηθάει – επί αμοιβή βέβαια – ανθρώπους να «εξαφανιστούν» έγραψε κι ένα βιβλίο για την επιχείρησή του, το «Night Time Movers».
Για εννέα χρόνια, ο Shou Hatori βοηθά τους ανθρώπους να εξαφανιστούν
«Υπάρχουν γειτονιές όπου ένα εξαφανισμένο άτομο μπορεί να μείνει ανώνυμο», λέει ο Shou Hatori, όπως η Sanya στο Τόκιο και το Καμαγκασάκι στην Οζάκα, δύο γειτονιές όπου μπορεί κάποιος να ζήσει χωρίς ταυτότητα.
Η Mauger λέει ότι αυτές οι κοινότητες είναι τα οχυρά της Yakuza, της ιαπωνικής μαφίας, όπου οι θέσεις εργασίας που πληρώνουν μετρητά – χωρίς ερωτήσεις – μπορούν εύκολα να βρεθούν.
Kabukicho, μια τέτοια περιοχή
Το βιβλίο των Mauger και Remael φωτίζει αυτήν την σκιώδη οικονομία (αφού κέρδισαν την εμπιστοσύνη ενός διακινητή, μπόρεσαν μάλιστα να παρακολουθήσουν μια τέτοια κίνηση εξαφάνισης). Όμως, οι πιο συναρπαστικές ιστορίες είναι αυτές των johatsu, οι οποίες συνήθως συνδέονται με αποτυχίες, κοινωνικό στιγματισμό, πίεση, ντροπή κ.ά.
Στο βιβλίο τους, η Mauger και ο Remael ρίχνουν επίσης φως στους αγαπημένους που μένουν πίσω. Συχνά, οι οικογένειες των johatsu δήλωναν ότι το μόνο που επιθυμούν είναι ο αγνοούμενός τους να μην αισθάνεται πλέον πιεσμένος ή ντροπιασμένος.
«Απλά θέλουμε να τον ακούσουμε, δεν χρειάζεται να επιστρέψει σπίτι του, αν χρειαστεί χρήματα, θα του στείλουμε», είπε ο γονέας ενός johatsu στους Mauger και Remael.
Είναι γεγονός πως η πίεση που αισθάνονται οι άνθρωποι στην Ιαπωνία εκδηλώνεται και με άλλους τρόπους.
Για παράδειγμα, οι Ιάπωνες έχουν μια λέξη που περιγράφει τις αυτοκτονίες που προκαλούνται από υπερβολική εργασία: karoshi. Τον περασμένο Οκτώβριο, μια έκθεση διαπίστωσε ότι πάνω από το 20% των ατόμων που συμμετείχαν σε μια έρευνα των 10.000 δήλωσαν ότι εργάζονταν τουλάχιστον 80 ώρες υπερωριών το μήνα.
Το φαινόμενο «καρόσι», δηλαδή θάνατος από εξαντλητική δουλειά, έχει προκαλέσει τεράστια ανησυχία στη χώρα. Η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να λάβει μέτρα και όρισε ανώτατο όριο για υπερωριακή απασχόληση τις 60 ώρες, με εξαίρεση 100 ώρες τους μήνες που υπάρχει μεγάλη ζήτηση στην παραγωγή. Τα μέτρα προβλέπουν ανάπαυση 11 ωρών από την ώρα που ο εργαζόμενος θα φύγει από την δουλειά του έως την επομένη που θα πάει ξανά. Μέχρι σήμερα, ένας εργαζόμενος που παρέμενε έως τις 11 το βράδυ στο γραφείο του ήταν υποχρεωμένος την επομένη ημέρα, στις 8 το πρωί, να πιάσει πάλι δουλειά. Με το νέο μέτρο, θα έχει την ευκαιρία να ξεκουρασθεί για 11 ώρες.
Οι Mauger και Remael κατάφεραν τελικά να εντοπίσουν την αρχική οικογένεια για την οποία έμαθαν στο μπαρ στο Παρίσι και η οποία τούς αφηγήθηκε την ιστορία τους. Στη δεκαετία του ’80, είχαν ανοίξει ένα εστιατόριο ζυμαρικών, λαμβάνοντας ένα μεγάλο δάνειο που δεν μπορούσαν να επιστρέψουν όταν ήρθε η ύφεση. Έτσι μια μέρα, κάλεσαν τις «νυχτερίδες». Ο σύζυγος εργάζεται ως οικοδόμος τώρα. Η σύζυγος σε ταχυδρομείο. Από τους τρεις γιους τους, μόνο ένας από αυτούς γνωρίζει το μυστικό της πραγματικής ταυτότητας της οικογένειας.
Ήταν η πρώτη φορά που η οικογένεια είχε επιτρέψει σε οποιονδήποτε να δει και να πει την ιστορία τους, αλλά οι άνθρωποι στην Ιαπωνία πιθανότατα δεν θα το ακούσουν. Το βιβλίο «The Vanished: The ‘Evaporated People’ of Japan in Stories and Photographs» δεν έχει δημοσιευθεί εκεί.
Κλονισμένοι από την απώλεια μιας δουλειάς ή από έναν αποτυχημένο γάμο, στιγματισμένοι από χρέη ή εξαντλημένοι από το στρες και την υπερβολική εργασία, χιλιάδες Ιάπωνες έχουν αρχίσει να αφήνουν πίσω τους την επίσημη ταυτότητά τους και να αναζητούν καταφύγιο στον ανώνυμο κόσμο ενός άλλου κοινωνικού δικτύου.
Η πράξη αυτή που έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά φαινομένου λέγεται johatsu, που στα ιαπωνικά σημαίνει «άνθρωπος που εξατμίζεται», αυτό που εμείς λέμε «έγινε καπνός».
Τα μυστηριώδη περιστατικά δεν είναι μοναδικά, καθώς ο αριθμός των εξαφανισμένων ολοένα και αυξάνεται.
Το φαινόμενο αυτό επιβεβαίωσε και η έρευνα που έκανε ένα ζευγάρι Γάλλων δημοσιογράφων – η Léna Mauger και ο Stéphane Remael – και κατέγραψε στο βιβλίο με τίτλο «The Vanished: The ‘Evaporated People’ of Japan in Stories and Photographs», που δημοσιεύθηκε και κυκλοφόρησε πρόσφατα στις ΗΠΑ. Το βιβλίο περιλαμβάνει μια συλλογή από ιστορίες ανθρώπων που εγκατέλειψαν τη σύγχρονη κοινωνία, αναζητώντας μια πιο μυστική, λιγότερο πιεστική και στιγματισμένη ζωή. Άνθρωποι που για το κράτος είναι άφαντοι.
Όλα ξεκίνησαν σε ένα μπαρ στο Παρίσι, το 2008, όταν μια φίλη είπε στην Lena Mauger μια ιστορία για ένα γνωστό της ζευγάρι Ιαπώνων που είχε εξαφανιστεί. Και όπως της εξήγησε αυτό δεν ήταν μόνο ένα μοναδικό, μυστηριώδες περιστατικό αλλά σύμφωνα με την φίλη της Mauger, ήταν ένα φαινόμενο.
Οι Mauger και Remael εντυπωσιάστηκαν και αποφάσισαν να ταξιδέψουν στην Ιαπωνία. Όταν έφτασαν για πρώτη φορά στο Τόκιο, η αποστολή τούς φάνηκε αδύνατη. «Αναρωτιόμουνα, πώς μπορώ να βρω σκιές σε μια τόσο μεγάλη και πολυσύχναστη πόλη;» λέει η Mauger. «Και στην Ιαπωνία, το θέμα είναι τόσο ταμπού όσο η αυτοκτονία. Πολλοί άνθρωποι και φορείς αρνήθηκαν να συνεργαστούν μαζί μας. Όταν αναφέραμε τη λέξη «johatsu», μας λέγανε ότι ήταν πολύ απασχολημένοι για να μας βοηθήσουν».
Τελικά το ζευγάρι των Γάλλων δημοσιογράφων πέρασε πέντε χρόνια ταξιδεύοντας στην χώρα, κερδίζοντας σταδιακά την εμπιστοσύνη των ντόπιων ώστε να μάθουν για την ανησυχητική τάση, τεκμηριώνοντας το johatsu και τα υπόγεια δίκτυα που το στηρίζουν. Συνάντησαν επίσης πολλούς αγαπημένους αυτών που εξαφανίστηκαν: εγκαταλελειμμένοι πατέρες, σύζυγοι και εραστές. Δεν υπάρχουν επίσημα κυβερνητικά δεδομένα σχετικά με την τάση, αλλά από την έρευνα του ζεύγους περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι «εξαφανίζονται» ετησίως.
Κανένας από αυτούς τους ανθρώπους δεν εξαφανίζεται φυσικά. Η «εξάτμιση» είναι περισσότερο μια διοικητική εξαφάνιση. Με τρόπο παρόμοιο με αυτόν του Προγράμματος προστασίας των μαρτύρων στις ΗΠΑ, ο johatsu επιλέγει να αλλάξει όνομα, διεύθυνση και προσωπικά στοιχεία. Μπορούν ουσιαστικά να σκουπίσουν το προφίλ τους.
Στην Ιαπωνία, αυτή η εξαφάνιση ευνοείται, γιατί οι ιαπωνικοί νόμοι περί ιδιωτικού απορρήτου δίνουν στους πολίτες μεγάλη ελευθερία ώστε να το διατηρούν πράγματι το απόρρητο, περιγράφει η Léna Mauger στο Public Radio International reports. Μόνο στις ποινικές υποθέσεις η αστυνομία μπορεί να προβαίνει σε προσωπικά δεδομένα των ανθρώπων ενώ οι συγγενείς δεν μπορούν να αναζητήσουν οικονομικά αρχεία.
Κάθε χώρα έχει τους δραπέτες και τα αγνοούμενα πρόσωπα, αλλά οι νόμοι περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής της Ιαπωνίας καθιστούν σχεδόν αδύνατο τον εντοπισμό του johatsu. Για παράδειγμα, αν ένα άτομο δεν καταχωρίσει τη διεύθυνσή του στο δημαρχείο, ακόμη και η κυβέρνηση δεν ξέρει πού βρίσκονται, λέει ο Goro Koyama, ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ στην Ιαπωνία.
Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, είναι σχεδόν αδύνατο να έχει κανείς πρόσβαση στα δημόσια αρχεία στην Ιαπωνία. Τα προσωπικά δεδομένα είναι προσπελάσιμα από την αστυνομία και μόνο σε ποινικές υποθέσεις. Οι περισσότεροι johatsu είναι αστικές υποθέσεις, που σημαίνει ότι τα μέλη της οικογένειας που ελπίζουν να εντοπίσουν έναν συγγενή, ας πούμε, εντοπίζοντας τις συναλλαγές με χρεωστικές κάρτες τους, δεν έχουν τύχη.
Όπως ανέφερε η Mauger στο The New York Post «Το johatsu είναι τόσο ταμπού, είναι κάτι για το οποίο δεν μπορεί εύκολα να μιλήσει κάποιος, αλλά οι άνθρωποι μπορούν να εξαφανιστούν επειδή υπάρχει και μπορούν να βρουν μια άλλη κοινωνία κάτω από την κοινωνία της Ιαπωνίας. Όταν οι άνθρωποι εξαφανίζονται, ξέρουν ότι μπορούν να βρουν έναν τρόπο να επιβιώσουν. Εξαφανίζονται σε ένα “διοικητικό κενό”».
Ο Mikio είναι ένας από τους εξαφανισμένους ανθρώπους που συμφώνησαν να φωτογραφηθούν. «Τώρα, δεν φοβάμαι τίποτα», λέει.
Οι περιπτώσεις Johatsu εμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ενισχυμένες από μια ταινία του 1967 με τίτλο «A Man Vanishes» από τον σκηνοθέτη Shohei Imamura. Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ, στο οποίο ο σκηνοθέτης επιλέγει μία από τις εκατοντάδες αναφορές αγνοουμένων που κατατίθενται κάθε εβδομάδα και προσπαθεί να εντοπίσει ένα πραγματικό johatsu. Ήταν ένας μέσος Ιάπωνας μισθωτός που είχε εξαφανιστεί με τη βοήθεια της αρραβωνιαστικιάς του και ήταν αληθινή ιστορία.
Στη δεκαετία του 1970, εμφανίστηκαν πολλές περιπτώσεις κυρίως νεαρών αγροτών που υφίσταντο μεγάλη εκμετάλλευση και πολύ σκληρές συνθήκες εργασίας, οι οποίοι «εξαφανίστηκαν» σε μεγάλες πόλεις, λέει ο Hikaru Yamagishi, πολιτικός επιστήμονας στο Yale.
Η Mauger και ο Remael, βρήκαν και συνομίλησαν με ανθρώπους που η δουλειά τους ήταν να μεταφέρουν τους johatsu σε μακρινές πόλεις κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Αυτοί αποκαλούνται «νυχτερίδες» διότι η δουλειά αυτή γίνεται τη νύχτα. Δουλειά τους είναι να μεταφέρουν τους ανθρώπους σε νέες, μυστικές «αχαρτογράφητες διοικητικά» τοποθεσίες. Η μεταφορά και εξαφάνιση κόστιζε $ 3,400. Η δεκαετία του ’90 ήταν μια περίοδος άνθησης για τέτοιες νυχτερινές κινήσεις, καθώς η οικονομία μόλις είχε καταρρεύσει και πολλοί άνθρωποι αναζητούσαν διέξοδο.
«Είναι ένα τρελό πράγμα, αλλά η εξαφάνιση έγινε μια επιχείρηση εκείνη την εποχή», δήλωσε η Mauger στο PRI.
Ένας από αυτούς, ο Shou Hatori, ο οποίος βοηθάει – επί αμοιβή βέβαια – ανθρώπους να «εξαφανιστούν» έγραψε κι ένα βιβλίο για την επιχείρησή του, το «Night Time Movers».
Για εννέα χρόνια, ο Shou Hatori βοηθά τους ανθρώπους να εξαφανιστούν
«Υπάρχουν γειτονιές όπου ένα εξαφανισμένο άτομο μπορεί να μείνει ανώνυμο», λέει ο Shou Hatori, όπως η Sanya στο Τόκιο και το Καμαγκασάκι στην Οζάκα, δύο γειτονιές όπου μπορεί κάποιος να ζήσει χωρίς ταυτότητα.
Η Mauger λέει ότι αυτές οι κοινότητες είναι τα οχυρά της Yakuza, της ιαπωνικής μαφίας, όπου οι θέσεις εργασίας που πληρώνουν μετρητά – χωρίς ερωτήσεις – μπορούν εύκολα να βρεθούν.
Kabukicho, μια τέτοια περιοχή
Το βιβλίο των Mauger και Remael φωτίζει αυτήν την σκιώδη οικονομία (αφού κέρδισαν την εμπιστοσύνη ενός διακινητή, μπόρεσαν μάλιστα να παρακολουθήσουν μια τέτοια κίνηση εξαφάνισης). Όμως, οι πιο συναρπαστικές ιστορίες είναι αυτές των johatsu, οι οποίες συνήθως συνδέονται με αποτυχίες, κοινωνικό στιγματισμό, πίεση, ντροπή κ.ά.
Στο βιβλίο τους, η Mauger και ο Remael ρίχνουν επίσης φως στους αγαπημένους που μένουν πίσω. Συχνά, οι οικογένειες των johatsu δήλωναν ότι το μόνο που επιθυμούν είναι ο αγνοούμενός τους να μην αισθάνεται πλέον πιεσμένος ή ντροπιασμένος.
«Απλά θέλουμε να τον ακούσουμε, δεν χρειάζεται να επιστρέψει σπίτι του, αν χρειαστεί χρήματα, θα του στείλουμε», είπε ο γονέας ενός johatsu στους Mauger και Remael.
Είναι γεγονός πως η πίεση που αισθάνονται οι άνθρωποι στην Ιαπωνία εκδηλώνεται και με άλλους τρόπους.
Για παράδειγμα, οι Ιάπωνες έχουν μια λέξη που περιγράφει τις αυτοκτονίες που προκαλούνται από υπερβολική εργασία: karoshi. Τον περασμένο Οκτώβριο, μια έκθεση διαπίστωσε ότι πάνω από το 20% των ατόμων που συμμετείχαν σε μια έρευνα των 10.000 δήλωσαν ότι εργάζονταν τουλάχιστον 80 ώρες υπερωριών το μήνα.
Το φαινόμενο «καρόσι», δηλαδή θάνατος από εξαντλητική δουλειά, έχει προκαλέσει τεράστια ανησυχία στη χώρα. Η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να λάβει μέτρα και όρισε ανώτατο όριο για υπερωριακή απασχόληση τις 60 ώρες, με εξαίρεση 100 ώρες τους μήνες που υπάρχει μεγάλη ζήτηση στην παραγωγή. Τα μέτρα προβλέπουν ανάπαυση 11 ωρών από την ώρα που ο εργαζόμενος θα φύγει από την δουλειά του έως την επομένη που θα πάει ξανά. Μέχρι σήμερα, ένας εργαζόμενος που παρέμενε έως τις 11 το βράδυ στο γραφείο του ήταν υποχρεωμένος την επομένη ημέρα, στις 8 το πρωί, να πιάσει πάλι δουλειά. Με το νέο μέτρο, θα έχει την ευκαιρία να ξεκουρασθεί για 11 ώρες.
Οι Mauger και Remael κατάφεραν τελικά να εντοπίσουν την αρχική οικογένεια για την οποία έμαθαν στο μπαρ στο Παρίσι και η οποία τούς αφηγήθηκε την ιστορία τους. Στη δεκαετία του ’80, είχαν ανοίξει ένα εστιατόριο ζυμαρικών, λαμβάνοντας ένα μεγάλο δάνειο που δεν μπορούσαν να επιστρέψουν όταν ήρθε η ύφεση. Έτσι μια μέρα, κάλεσαν τις «νυχτερίδες». Ο σύζυγος εργάζεται ως οικοδόμος τώρα. Η σύζυγος σε ταχυδρομείο. Από τους τρεις γιους τους, μόνο ένας από αυτούς γνωρίζει το μυστικό της πραγματικής ταυτότητας της οικογένειας.
Ήταν η πρώτη φορά που η οικογένεια είχε επιτρέψει σε οποιονδήποτε να δει και να πει την ιστορία τους, αλλά οι άνθρωποι στην Ιαπωνία πιθανότατα δεν θα το ακούσουν. Το βιβλίο «The Vanished: The ‘Evaporated People’ of Japan in Stories and Photographs» δεν έχει δημοσιευθεί εκεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προσβλητικά και υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.