Από 2 ή 3 ετών, τα παιδιά ήδη διαθέτουν ένα μεγάλο οπλοστάσιο από τεχνικές εξαπάτησης. Μάλιστα, τα πρώτα σαφή δείγματα εξαπάτησης, όπως το ψεύτικο κλάμα και το προσποιητό γέλιο, εμφανίζονται σε ηλικία 6 μηνών. Το ψεύτικο κλάμα αναγνωρίζεται εύκολα ως τέτοιο από το γεγονός ότι τα βρέφη συχνά σταματούν να κλαίνε και, προτού συνεχίσουν, κοιτούν τριγύρω για να δουν αν τα ακούει κανείς. Αυτό δείχνει ότι έχουν την ικανότητα να τροποποιούν την εξαπάτηση ανάλογα με τη συμπεριφορά του θύματος.
Τα βρέφη ηλικίας 8 μηνών είναι ικανά να αποκρύπτουν απαγορευμένες δραστηριότητες και να μεταθέτουν την προσοχή των γονιών τους αλλού. Τα δίχρονα παιδιά μπορούν να αντιμετωπίσουν την απειλή τιμωρίας με όπλο την μπλόφα —λέγοντας, φέρ’ ειπείν, «Δεν με νοιάζει», μολονότι κάθε άλλο παρά αδιαφορούν. Στο πλαίσιο μιας μελέτης σε παιδιά ηλικίας 2,5 ετών, τα δύο τρίτα των παιδιών επιδόθηκαν σε κάποια απατηλή συμπεριφορά τουλάχιστον μία φορά σε διάστημα δύο ωρών. Απ’ ό,τι φαίνεται, τα κίνητρα για τα ψέματα των παιδιών είναι εν πολλοίς παρόμοια με εκείνα των ενηλίκων. Τα ψέματα που αποσκοπούν στην προστασία των αισθημάτων των άλλων —τα λεγάμενα «αθώα ψέματα»— πρωτοεμφανίζονται μετά την ηλικία των 5 ετών.
Οι κρίσεις θυμού —βίαια ξεσπάσματα οργής κατά τα οποία το παιδί απειλεί να βλάψει μέχρι και τον εαυτό του— δεν αποτελούν αποκλειστικά ανθρώπινο γνώρισμα- παρατηρούνται όχι μόνο στους χιμπαντζήδες αλλά ακόμη και στους πελεκάνους. Στην περίπτωση των πελεκάνων, οι νεοσσοί καταλαμβάνονται από φρενίτιδα, στριφογυρίζουν βίαια και διώχνουν μακριά τα αδέλφια τους προτού πέσουν ικέτες στα πόδια των γονιών τους, ουσιαστικά απαιτώντας άμεση φροντίδα (την οποία συχνά πράγματι λαμβάνουν). Αντί να χτυπά το κεφάλι του στη γη, όπως θα έκανε ένα παιδί ή ένας νεαρός χιμπαντζής, ο πελεκάνος επιτίθεται στο δικό του πολυτιμότερο όργανο, δαγκώνοντας τη φτερούγα του.
Η ικανότητα των παιδιών να εξαπατούν με ιδιαίτερα εκλεπτυσμένους τρόπους αποτυπώνεται ανάγλυφα στις δύο ιστορίες που ακολουθούν. Μια γυναίκα με στενή, τρυφερή σχέση με την 5 μηνών κόρη της καταφθάνει στον παιδικό σταθμό για να την παραλάβει. Η μικρή παίζει όλο χαρά με τη βρεφονηπιοκόμο ώσπου η ματιά της εντοπίζει τη μητέρα της, οπότε, ύστερα από μια στιγμιαία λάμψη χαράς στο πρόσωπό της, ξεσπά σε γοερό κλάμα. Η μητέρα ερμηνεύει το γεγονός ως εξής: Η κόρη της χαίρεται που τη βλέπει, αλλά σπεύδει να κρύψει τη χαρά της προκειμένου να εκφράσει την οδύνη της για το ότι δεν τη φροντίζει διαρκώς η Μαμά —με άλλα λόγια, προσπαθεί να φορτώσει τη μητέρα της με ενοχές.
Σε μια άλλη ιστορία, το ίδιο κορίτσι, τώρα σε ηλικία μεγαλύτερη των 2 ετών, χρησιμοποιεί το ρήμα «χρειάζομαι» όταν θέλει κάτι («Το χρειάζομαι αυτό!»), ώστε να τονίσει την κρισιμότητα του ζητήματος, αλλά όταν δεν θέλει κάτι εγκαταλείπει το ρήμα «χρειάζομαι» και λέει ηπιότερα, μιλώντας πιο αργά, σχεδόν λυπητερά, ότι δεν το «θέλει»: «Μαμά, δεν το θέλω αυτό». Στην πρώτη περίπτωση χειραγωγεί τη μητέρα της για να εξασφαλίσει μεγαλύτερη γονική επένδυση και στη δεύτερη αξιώνει να αναγνωριστεί ως ανεξάρτητη προσωπικότητα με τις δικές της επιθυμίες.
Στην πραγματικότητα, η εξαπάτηση από μέρους των παιδιών ξεκινά πριν
ακόμη από τη γέννα. Στο τελευταίο τρίμηνο της κύησης λαμβάνει χώρα μια
εντυπωσιακή αλλαγή όσον αφορά τη ρύθμιση των βασικών δεικτών αίματος της
μητέρας —της συχνότητας σφυγμού, της συγκέντρωσης γλυκόζης στο αίμα και
της κατανομής του αίματος στο σώμα. Φυσιολογικά, οι δείκτες αυτοί
βρίσκονται υπό τον έλεγχο κάποιων ορμονών που παράγοντας σε πολύ μικρές
ποσότητες, από τον οργανισμό της μητέρας. Κατά το τρίτο τρίμηνο της
κύησης, ωστόσο, ο έλεγχος περνά στα χέρια του εμβρύου, το οποίο παράγει
τις ίδιες (ή πολύ όμοιες) χημικές ουσίες, αλλά σε εκατονταπλάσια έως
χιλιαπλάσια συγκέντρωση.
Τι μπορεί να εξυπηρετεί αυτή η μεταβίβαση του ελέγχου στο έμβρυο, το οποίο μάλιστα χρησιμοποιεί ένα τόσο ανεπαρκές σύστημα σηματοδοσίας;
Το έμβρυο αναλαμβάνει τη ρύθμιση των δεικτών αίματος της μητέρας αποκλειστικά για δικό του όφελος. Αυξάνει τη συχνότητα σφυγμού της μητέρας και τη συγκέντρωση γλυκόζης στο αίμα της σε επίπεδα υψηλότερα του επιθυμητού για εκείνη, διότι έτσι επιτυγχάνει την αυξημένη μεταφορά θρεπτικών ουσιών στο ίδιο, μέσω του πλακούντα. Αντιστοίχως, περιορίζει την αιματική ροή στα άνω και στα κάτω άκρα της μητέρας, συγκεντρώνοντας το αίμα στον κορμό της —άρα, κοντά στο ίδιο.
Αν κανείς φανταστεί μια συνεξελικτική μάχη όπου κάθε αύξηση στη συγκέντρωση των εμβρυϊκών ορμονών αντισταθμίζεται από μια αντίστοιχη μείωση της ευαισθησίας του οργανισμού της μητέρας σε αυτές, εύκολα αντιλαμβάνεται πώς θα μπορούσε η συγκέντρωση των ορμονών, στο πέρασμα του εξελικτικού χρόνου, να ανέλθει σε επίπεδα πολλές φορές υψηλότερα από εκείνα που χρησιμοποιεί η ίδια η μητέρα για να ρυθμίζει τους δείκτες αίματός της. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ένας ειδικός στο πεδίο: «Όταν δεν υπάρχει διαφωνία, ένας ψίθυρος αρκεί- οι βροντερές κραυγές υποδηλώνουν σύγκρουση».
Καθώς τα παιδιά ωριμάζουν, δεν αναπτύσσεται μόνο η νοημοσύνη τους αλλά και η ικανότητά τους να εξαπατούν. Δεν πρόκειται για σύμπτωση. Η ίδια διαδικασία ωρίμασης που χαρίζει στα παιδιά υψηλότερη γενική νοημοσύνη βελτιώνει και την ικανότητά τους να καταστέλλουν τη συμπεριφορά τους και να εφευρίσκουν νέες συμπεριφορές. Υπάρχουν σαφείς πειραματικές ενδείξεις ότι η νοημοσύνη (αφού σταθμιστεί η επίδραση της ηλικίας) συσχετίζεται θετικά με την εξαπάτηση.
Στο πλαίσιο ενός πειράματος, ένα παιδί αφηνόταν μοναχό του σε ένα δωμάτιο με την οδηγία να μην κοιτάξει μέσα στο κουτί που βρισκόταν σε μια γωνιά του δωματίου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μέχρι να επιστρέφει ο πειραματιστής στο δωμάτιο, το παιδί είχε ρίξει μια κλεφτή ματιά στο περιεχόμενο του κουτιού. Όταν, όμως, οι πειραματιστές ρωτούσαν τα παιδιά αν άνοιξαν ή όχι το κουτί για να κοιτάξουν στο εσωτερικό του, τα περισσότερα αρνούνταν ότι το έκαναν. Το ενδιαφέρον εύρημα του συγκεκριμένου πειράματος ήταν ότι η τάση των παιδιών να πουν ψέματα συσχετιζόταν θετικά με την επίδοσή τους σε ορισμένες απλές γνωστικές δοκιμασίες. Ακόμη και η υγεία του παιδιού κατά τη γέννα (μετρούμενη με το σταθμισμένο άθροισμα πολλών παραγόντων) συσχετίζεται θετικά με το ψέμα. Το ότι βιώνουμε την εξαπάτηση εις βάρος μας ως κάτι αρνητικό δεν σημαίνει ότι τη βιώνουμε αρνητικά και ως αυτουργοί, όσο τουλάχιστον καταφέρνουμε να μη γίνεται αντιληπτή.
Όσον αφορά τους ενηλίκους, δεν διαθέτουμε ακόμη καίριες ενδείξεις που να συνδέουν τη νοημοσύνη με την εξαπάτηση. Παρ’ όλα αυτά, όπως έχουμε δει στην περίπτωση των πιθήκων, οι ευφυέστεροι άνθρωποι αναμένεται να μετέρχονται απατηλά μέσα περισσότερο συχνά —και με μεγαλύτερη επιδεξιότητα. Αναμένεται επίσης να εξαπατούν περισσότερο τον εαυτό τους. Ο συνδυασμός της υψηλής νοημοσύνης με την έντονη αυτοεξαπάτηση γεννά κάποιους ιδιαίτερους κινδύνους, όπως, λόγου χάριν, να υπάρχουν κακόβουλα άτομα που μπορούν με μεγάλη ευχέρεια να συμπεριφέρονται κακόβουλα.
Τα διανοητικώς προικισμένα άτομα μπορούν να υποστηρίξουν το αντίθετο —δηλαδή, ότι τα πνευματικά τους χαρίσματα τους βοηθούν να αποφεύγουν τα σφάλματα των κοινών θνητών—, αλλά ούτε τα διαθέσιμα στοιχεία ούτε οι θεωρητικές προβλέψεις τάσσονται με το μέρος τους. Μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο, οφείλουμε να υποθέτουμε ότι τα άτομα υψηλής νοημοσύνης είναι ιδιαίτερα επιρρεπή στην εξαπάτηση και στην αυτοεξαπάτηση, γεγονός που αναπόφευκτα επηρεάζει πολλά από τα διανοητικά τους επιτεύγματα. Όσοι κομπορρημονούν για τα υποτιθέμενα διανοητικά τους χαρίσματα ή για την πνευματική ελίτ στην οποία εντάσσουν τον εαυτό τους, θα ήταν καλό να αναλογιστούν αν επίσης επιδίδονται τακτικά, όπως αναμένεται, στο ψέμα και στην αυτοεξαπάτηση.
Όταν τα παιδιά καλούνται να υποκριθούν ότι τους αρέσει ένα δώρο το οποίο στην πραγματικότητα δεν τους αρέσει (να πουν ένα αθώο ψέμα), απευθύνουν όλα τα χαμόγελά τους αποκλειστικά στον στόχο της εξαπάτησης (σε εκείνον που τους χάρισε το δώρο). Όταν το δώρο τούς αρέσει πραγματικά, χαμογελούν προς όλους. Όπως και οι ενήλικες, τα παιδιά έχουν την τάση να καταστέλλουν αληθινές εκφράσεις του προσώπου συχνότερα απ’ ό,τι να επινοούν νέες. Όταν επινοούν εκφράσεις προσώπου, οι άνθρωποι κάθε ηλικίας έχουν την τάση να υπερβάλλουν, με αποτέλεσμα να μη γίνονται πιστευτοί-αντιθέτως, η καταστολή εκφράσεων προσώπου επιτυγχάνεται ευκολότερα και ακριβέστερα.
Έχει ενδιαφέρον ότι, σε εργαστηριακά πειράματα, τα κυρίαρχα πεντάχρονα παιδιά (είτε αγόρια είτε κορίτσια) αποδεικνύονται ικανότερα στην εξαπάτηση των παρατηρητών-στα ίδια πειράματα, ωστόσο, η κυριαρχία τους δεν τα ευνοεί στην ανίχνευση της εξαπάτησης εκ μέρους των άλλων. Το ίδιο ισχύει και για τους ενήλικους άνδρες. Στις γυναίκες, πάλι, η ικανότητά τους να εξαπατούν ή να ανιχνεύουν την εξαπάτηση δεν επηρεάζεται από τον κυριαρχικό χαρακτήρα τους. Τα άτομα που νιώθουν ότι βρίσκονται σε «θέση εξουσίας» διακρίνουν τις συναισθηματικές εκφράσεις των άλλων με μικρότερη ακρίβεια- οπότε, αν μη τι άλλο, αναμένουμε να είναι πιο ευάλωτα στην εξαπάτηση.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι οι γονείς αρχίζουν να παίζουν παιχνίδια προσποίησης με τα παιδιά τους όταν εκείνα βρίσκονται ακόμη σε πολύ μικρή ηλικία, ότι τα παιδιά αρέσκονται να παίζουν τέτοια παιχνίδια με φίλους τους αλλά και μόνα τους, καθώς και ότι η παιδική λογοτεχνία κινείται ως επί το πλείστον στο πεδίο του φανταστικού. Σκεφτείτε πόσο διαδεδομένα και δημοφιλή είναι τα παιχνίδια που ενέχουν εξαπάτηση, όπως το κρυφτό, τα ταχυδακτυλουργικά τρικ, τα κόλπα με τραπουλόχαρτα κλπ.
Φαίνεται πως έχουμε την τάση, από πολύ νεαρή ηλικία, να εντάσσουμε την προσποίηση στη ζωή μας. Η προσποίηση αναμφίβολα εγείρει τη φαντασία και τη διάθεση για μάθηση, και επιπλέον προετοιμάζει το παιδί για τη ζωή σε έναν κόσμο στον οποίο έχει μεγάλη σημασία να μπορεί κανείς να εξαπατά και να ανιχνεύει την εξαπάτηση των άλλων. Ουδέποτε έχω διακρίνει ίχνη πραγματικής ενοχής σε παιδιά που εξαπατούν. Το αντίθετο- τα παιδιά φαίνεται να χρησιμοποιούν την εξαπάτηση ως πρώτη γραμμή άμυνας, τουλάχιστον έναντι των γονέων τους. Μάλλον δεν έχουν άδικο. Οι γονείς είναι πιο μεγαλόσωμοι, δυνατοί και έμπειροι, και ελέγχουν πόρους ζωτικής σημασίας για το παιδί.
Τι μπορεί να εξυπηρετεί αυτή η μεταβίβαση του ελέγχου στο έμβρυο, το οποίο μάλιστα χρησιμοποιεί ένα τόσο ανεπαρκές σύστημα σηματοδοσίας;
Το έμβρυο αναλαμβάνει τη ρύθμιση των δεικτών αίματος της μητέρας αποκλειστικά για δικό του όφελος. Αυξάνει τη συχνότητα σφυγμού της μητέρας και τη συγκέντρωση γλυκόζης στο αίμα της σε επίπεδα υψηλότερα του επιθυμητού για εκείνη, διότι έτσι επιτυγχάνει την αυξημένη μεταφορά θρεπτικών ουσιών στο ίδιο, μέσω του πλακούντα. Αντιστοίχως, περιορίζει την αιματική ροή στα άνω και στα κάτω άκρα της μητέρας, συγκεντρώνοντας το αίμα στον κορμό της —άρα, κοντά στο ίδιο.
Αν κανείς φανταστεί μια συνεξελικτική μάχη όπου κάθε αύξηση στη συγκέντρωση των εμβρυϊκών ορμονών αντισταθμίζεται από μια αντίστοιχη μείωση της ευαισθησίας του οργανισμού της μητέρας σε αυτές, εύκολα αντιλαμβάνεται πώς θα μπορούσε η συγκέντρωση των ορμονών, στο πέρασμα του εξελικτικού χρόνου, να ανέλθει σε επίπεδα πολλές φορές υψηλότερα από εκείνα που χρησιμοποιεί η ίδια η μητέρα για να ρυθμίζει τους δείκτες αίματός της. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ένας ειδικός στο πεδίο: «Όταν δεν υπάρχει διαφωνία, ένας ψίθυρος αρκεί- οι βροντερές κραυγές υποδηλώνουν σύγκρουση».
Καθώς τα παιδιά ωριμάζουν, δεν αναπτύσσεται μόνο η νοημοσύνη τους αλλά και η ικανότητά τους να εξαπατούν. Δεν πρόκειται για σύμπτωση. Η ίδια διαδικασία ωρίμασης που χαρίζει στα παιδιά υψηλότερη γενική νοημοσύνη βελτιώνει και την ικανότητά τους να καταστέλλουν τη συμπεριφορά τους και να εφευρίσκουν νέες συμπεριφορές. Υπάρχουν σαφείς πειραματικές ενδείξεις ότι η νοημοσύνη (αφού σταθμιστεί η επίδραση της ηλικίας) συσχετίζεται θετικά με την εξαπάτηση.
Στο πλαίσιο ενός πειράματος, ένα παιδί αφηνόταν μοναχό του σε ένα δωμάτιο με την οδηγία να μην κοιτάξει μέσα στο κουτί που βρισκόταν σε μια γωνιά του δωματίου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μέχρι να επιστρέφει ο πειραματιστής στο δωμάτιο, το παιδί είχε ρίξει μια κλεφτή ματιά στο περιεχόμενο του κουτιού. Όταν, όμως, οι πειραματιστές ρωτούσαν τα παιδιά αν άνοιξαν ή όχι το κουτί για να κοιτάξουν στο εσωτερικό του, τα περισσότερα αρνούνταν ότι το έκαναν. Το ενδιαφέρον εύρημα του συγκεκριμένου πειράματος ήταν ότι η τάση των παιδιών να πουν ψέματα συσχετιζόταν θετικά με την επίδοσή τους σε ορισμένες απλές γνωστικές δοκιμασίες. Ακόμη και η υγεία του παιδιού κατά τη γέννα (μετρούμενη με το σταθμισμένο άθροισμα πολλών παραγόντων) συσχετίζεται θετικά με το ψέμα. Το ότι βιώνουμε την εξαπάτηση εις βάρος μας ως κάτι αρνητικό δεν σημαίνει ότι τη βιώνουμε αρνητικά και ως αυτουργοί, όσο τουλάχιστον καταφέρνουμε να μη γίνεται αντιληπτή.
Όσον αφορά τους ενηλίκους, δεν διαθέτουμε ακόμη καίριες ενδείξεις που να συνδέουν τη νοημοσύνη με την εξαπάτηση. Παρ’ όλα αυτά, όπως έχουμε δει στην περίπτωση των πιθήκων, οι ευφυέστεροι άνθρωποι αναμένεται να μετέρχονται απατηλά μέσα περισσότερο συχνά —και με μεγαλύτερη επιδεξιότητα. Αναμένεται επίσης να εξαπατούν περισσότερο τον εαυτό τους. Ο συνδυασμός της υψηλής νοημοσύνης με την έντονη αυτοεξαπάτηση γεννά κάποιους ιδιαίτερους κινδύνους, όπως, λόγου χάριν, να υπάρχουν κακόβουλα άτομα που μπορούν με μεγάλη ευχέρεια να συμπεριφέρονται κακόβουλα.
Τα διανοητικώς προικισμένα άτομα μπορούν να υποστηρίξουν το αντίθετο —δηλαδή, ότι τα πνευματικά τους χαρίσματα τους βοηθούν να αποφεύγουν τα σφάλματα των κοινών θνητών—, αλλά ούτε τα διαθέσιμα στοιχεία ούτε οι θεωρητικές προβλέψεις τάσσονται με το μέρος τους. Μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο, οφείλουμε να υποθέτουμε ότι τα άτομα υψηλής νοημοσύνης είναι ιδιαίτερα επιρρεπή στην εξαπάτηση και στην αυτοεξαπάτηση, γεγονός που αναπόφευκτα επηρεάζει πολλά από τα διανοητικά τους επιτεύγματα. Όσοι κομπορρημονούν για τα υποτιθέμενα διανοητικά τους χαρίσματα ή για την πνευματική ελίτ στην οποία εντάσσουν τον εαυτό τους, θα ήταν καλό να αναλογιστούν αν επίσης επιδίδονται τακτικά, όπως αναμένεται, στο ψέμα και στην αυτοεξαπάτηση.
Όταν τα παιδιά καλούνται να υποκριθούν ότι τους αρέσει ένα δώρο το οποίο στην πραγματικότητα δεν τους αρέσει (να πουν ένα αθώο ψέμα), απευθύνουν όλα τα χαμόγελά τους αποκλειστικά στον στόχο της εξαπάτησης (σε εκείνον που τους χάρισε το δώρο). Όταν το δώρο τούς αρέσει πραγματικά, χαμογελούν προς όλους. Όπως και οι ενήλικες, τα παιδιά έχουν την τάση να καταστέλλουν αληθινές εκφράσεις του προσώπου συχνότερα απ’ ό,τι να επινοούν νέες. Όταν επινοούν εκφράσεις προσώπου, οι άνθρωποι κάθε ηλικίας έχουν την τάση να υπερβάλλουν, με αποτέλεσμα να μη γίνονται πιστευτοί-αντιθέτως, η καταστολή εκφράσεων προσώπου επιτυγχάνεται ευκολότερα και ακριβέστερα.
Έχει ενδιαφέρον ότι, σε εργαστηριακά πειράματα, τα κυρίαρχα πεντάχρονα παιδιά (είτε αγόρια είτε κορίτσια) αποδεικνύονται ικανότερα στην εξαπάτηση των παρατηρητών-στα ίδια πειράματα, ωστόσο, η κυριαρχία τους δεν τα ευνοεί στην ανίχνευση της εξαπάτησης εκ μέρους των άλλων. Το ίδιο ισχύει και για τους ενήλικους άνδρες. Στις γυναίκες, πάλι, η ικανότητά τους να εξαπατούν ή να ανιχνεύουν την εξαπάτηση δεν επηρεάζεται από τον κυριαρχικό χαρακτήρα τους. Τα άτομα που νιώθουν ότι βρίσκονται σε «θέση εξουσίας» διακρίνουν τις συναισθηματικές εκφράσεις των άλλων με μικρότερη ακρίβεια- οπότε, αν μη τι άλλο, αναμένουμε να είναι πιο ευάλωτα στην εξαπάτηση.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι οι γονείς αρχίζουν να παίζουν παιχνίδια προσποίησης με τα παιδιά τους όταν εκείνα βρίσκονται ακόμη σε πολύ μικρή ηλικία, ότι τα παιδιά αρέσκονται να παίζουν τέτοια παιχνίδια με φίλους τους αλλά και μόνα τους, καθώς και ότι η παιδική λογοτεχνία κινείται ως επί το πλείστον στο πεδίο του φανταστικού. Σκεφτείτε πόσο διαδεδομένα και δημοφιλή είναι τα παιχνίδια που ενέχουν εξαπάτηση, όπως το κρυφτό, τα ταχυδακτυλουργικά τρικ, τα κόλπα με τραπουλόχαρτα κλπ.
Φαίνεται πως έχουμε την τάση, από πολύ νεαρή ηλικία, να εντάσσουμε την προσποίηση στη ζωή μας. Η προσποίηση αναμφίβολα εγείρει τη φαντασία και τη διάθεση για μάθηση, και επιπλέον προετοιμάζει το παιδί για τη ζωή σε έναν κόσμο στον οποίο έχει μεγάλη σημασία να μπορεί κανείς να εξαπατά και να ανιχνεύει την εξαπάτηση των άλλων. Ουδέποτε έχω διακρίνει ίχνη πραγματικής ενοχής σε παιδιά που εξαπατούν. Το αντίθετο- τα παιδιά φαίνεται να χρησιμοποιούν την εξαπάτηση ως πρώτη γραμμή άμυνας, τουλάχιστον έναντι των γονέων τους. Μάλλον δεν έχουν άδικο. Οι γονείς είναι πιο μεγαλόσωμοι, δυνατοί και έμπειροι, και ελέγχουν πόρους ζωτικής σημασίας για το παιδί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Προσβλητικά και υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.