Δευτέρα 3 Απριλίου 2017

Η εποχή του Minority Report έφτασε. Καταπολέμηση του εγκλήματος μέσω πρόβλεψης των εγκληματικών συμπεριφορών ή ακόμη μια προσπάθεια καταπάτησης των ανθρώπινων ελευθεριών;



«Κανείς δεν γλίτωνε ποτέ από την παρακολούθηση, και δεν υπήρχε κανείς που να μην ομολογούσε στο τέλος. Αφού είχες διαπράξει έγκλημα σκέψης, ήταν σίγουρο πως μια μέρα θα βρισκόσουν νεκρός.»
1984-George Orwell

Γράφει η Γιώτα Χουλιάρα
Πολιτικός Συντάκτης
giota.houliara@gmail.com



Ήταν Ιούνιος του 2002 όταν έκανε πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες των ΗΠΑ η ταινία Minority Report, ένα νεο-νουάρ φιλμ επιστημονικής φαντασίας με έντονα τα στοιχεία θρίλερ και μυστηρίου. Έχοντας ως πρωταγωνιστή το γνωστό ηθοποιό Τom Cruise και σκηνοθέτη τον εγγυητή της κινηματογραφικής της επιτυχίας Steven Spielberg, η ταινία μας μεταφέρει στο έτος 2054 και στο αστυνομικό τμήμα της Ουάσιγκτον όπου έχει δημιουργηθεί μια ειδική προ-εγκληματική αστυνομική ομάδα, Pre Crime, που έχει ως σκοπό της να συλλαμβάνει τους υπόπτους πριν ακόμη διαπράξουν το έγκλημα.


Η συγκεκριμένη ομάδα βασίζεται στις προβλέψεις που δίνουν οι «προγνώστες», τρία αδέλφια τα οποία βρίσκονται σε καθεστώς διαρκούς ύπνωσης και έχουν τη δυνατότητα να βλέπουν το μέλλον, ανιχνεύοντας τον ένοχο πριν καν οδηγηθεί στην εγκληματική πράξη. Κάποια στιγμή, ο επικεφαλής της ομάδας, John Anderton, τον οποίον ενσαρκώνει ο Cruise, κατηγορείται για ένα μελλοντικό φόνο ενός άντρα που δε γνωρίζει. Η ακρίβεια του συστήματος πρόβλεψης αμφισβητείται και ο ίδιος ο Anderton επιχειρεί να διελευκάνει την κατάσταση ως φυγάς. Η ταινία υπήρξε εμπορική επιτυχία, κερδίζοντας πάνω από 358 εκατομμύρια δολάρια σε όλο τον κόσμο σε σχέση με το συνολικό προϋπολογισμό της που κόστισε 142 εκατομμύρια δολάρια (συμπεριλαμβανομένης και της διαφήμισης). Ενώ πάνω από τέσσερα εκατομμύρια DVDs πωλήθηκαν κατά τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας της στο σπίτι. Ο ίδιος ο Spielberg, πανευτυχής για την αποδοχή της από κοινό και τους κριτικούς, είχε δηλώσει πως το Minority Report έδωσε βάση 50% στο χαρακτήρα του πρωταγωνιστή και 50% στην περίπλοκη αφήγηση των γεγονότων.


Μέσα από τις σκηνές καταιγιστικής δράσης και εξετάζοντας κατά πόσο η ελεύθερη βούληση μπορεί να υπάρξει αν το μέλλον έχει οριστεί και είναι γνωστό εκ των προτέρων, η ταινία γεννά ερωτηματικά για το ρόλο της προληπτικής κυβέρνησης στη προστασία των πολιτών της, το ρόλο των μέσων μαζικής ενημέρωσης σε μια μελλοντική κατάσταση/κοινωνία όπου οι τεχνολογικές εξελίξεις καθιστούν την παρουσία τους απεριόριστη και θέτει επί τάπητος το θέμα της αστυνομικής πρόβλεψης.





H υπόθεση της βασίστηκε σε μια σύντομη ιστορία επιστημονικής φαντασίας του 1956 του συγγραφέα Philip Dick σύμφωνα με την οποία σε μια μελλοντική κοινωνία τρεις μεταλλαγμένοι προέβλεπαν όλα τα εγκλήματα. 



Ο όρος Pre Crime επινοήθηκε από τον Dick για να περιγράψει την τάση των συστημάτων αστυνόμευσης και δικαιοσύνης να επικεντρωθούν σε εγκλήματα που δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί. Η ιστορία του Dick που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό επιστημονικής φαντασίας Fantastic Universe αντανακλά πολλές από τις προσωπικές ανησυχίες του, οι οποίες δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

 Ο συγγραφέας προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τη σχέση μεταξύ αυταρχισμού και ατομικής αυτονομίας,αμφισβητώντας την ύπαρξη της ελεύθερης βούλησης ενώ, όπως συμβαίνει σε πολλές ιστορίες της εποχής εκείνης ασχολείται με την προσπάθεια πρόβλεψης/γνώσης των μελλοντικών γεγονότων. Ο προβληματισμός του για τις ανθρώπινες ελευθερίες είναι έκδηλος γεγονός που αποτυπώνεται και στη ρήση του πρωταγωνιστή Anderton προς το διάδοχό του στο αστυνομικό τμήμα στο τέλος της ταινίας; «Καλύτερα να έχετε τα μάτια σας ανοιχτά. Θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα, ανά πάσα στιγμή».

Η βιομηχανία της διασκέδασης, όπως έχουμε αναφέρει και σε παλαιότερo άρθρo μας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξοικειώσει/προετοιμάσει τον κόσμο για όσα έρχονται ή για να παρουσιάσει κάποιες συμπεριφορές αντίληψης ως αποδεκτές. Μακριά απ΄όσα διαδραματίζονται στις κινηματογραφικές αίθουσες ως προβολές ενός διαφορετικού μέλλοντος, γνωρίζουμε πως η ποινική δικαιοσύνη και η τιμωρία για να τεθούν σε εφαρμογή προϋποθέτουν αποδείξεις και απτά στοιχεία διάπραξης του εγκλήματος. Στη σημερινή, όμως, εποχή της τεχνολογίας, η καταπολέμηση του εγκλήματος μέσα από την πρόβλεψη αστυνόμευσης παρουσιάζεται ως η απόλυτη λύση για την πάταξη της εγκληματικότητας. Ήδη οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου στην Αμερική υιοθετούν τεχνικές νέας τεχνολογίας από λογισμικό αστυνόμευσης μέσω πρόβλεψης (predictive policing) μέχρι κάμερες συνεχούς παρακολούθησης με σκοπό να οργανώσουν μια μελλοντική ομάδα Pre Crime.

Ο όρος Pre Crime στην εγκληματολογία χρονολογείται πολύ πριν την ιστορία του Dick και την ταινία του Spielberg. Ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα όταν ο Ιταλός γιατρός και εγκληματολόγος Cesare Lombroso παρουσίασε την ιδέα πως υπάρχουν γεννημένοι εγκληματίες, οι οποίοι θα μπορούσαν να αναγνωριστούν με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Στη σημερινή εποχή με τα νέα δεδομένα, στατιστικά εργαλεία και άλλες προηγμένες τεχνολογίες, οι παραδοσιακοί αστυνομικοί τείνουν να μετατραπούν σε «ντετέκτιβ δεδομένων», οι οποίοι καλούνται όχι μόνο να διαλευκάνουν το έγκλημα, αλλά και να το προβλέψουν.



Η «έξυπνη αστυνόμευση» (predictive policing) είναι ο όρος που χρησιμοποιείται και αναφέρεται στη χρήση τεχνικών πρόβλεψης για τον εντοπισμό πιθανών εγκληματικών δραστηριοτήτων. Οι μέθοδοι της εμπίπτουν σε τέσσερις γενικές κατηγορίες: την πρόβλεψη εγκλημάτων, την πρόβλεψη παραβιάσεων,την πρόβλεψη των δραστών και την πρόβλεψη των θυμάτων των εγκληματικών πράξεων. Πρόκειται για πρακτικές που αρχικά αναπτύχθηκαν από επιχειρήσεις όπως η Netflix και η Walmart προκειμένου να προβλέψουν τη συμπεριφορά των καταναλωτών τους ώστε να ανταποκριθούν διαφημιστικά και εμπορικά στη συνέχεια στις ανάγκες τους. Το Νοέμβριο του 2011, το περιοδικό TIME ανακήρυξε την έξυπνη αστυνόμευση ως μία από τις 50 καλύτερες εφευρέσεις του 2011. 


Στις ΗΠΑ, η πρακτική της πρόβλεψης αστυνόμευσης έχει μέχρι στιγμής εφαρμοστεί σε αρκετά αστυνομικά τμήματα σε διάφορες πολιτείες, όπως η Καλιφόρνια, η Ουάσινγκτον,η Νότια Καρολίνα, η Αριζόνα, το Τενεσί και το Ιλινόις. Το αστυνομικό τμήμα της Σάντα Κρουζ στη Καλιφόρνια ήταν από τα πρώτα που το ενσωμάτωσαν στις καθημερινές του δραστηριότητες. Σύμφωνα με τη δρ Jennifer Bachner του Johns Hopkins University, το πρόγραμμα ξεκίνησε πιλοτικά στα μέσα του 2011 και οι διαρρήξεις στη περιοχή μειώθηκαν κατά 27% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Από τότε, η υπηρεσία έχει αυξήσει τις συλλήψεις κατά 56% και έχει ανακτηθεί το 22% των κλεμμένων αυτοκινήτων.

Ο πυρήνας του προγράμματος σύμφωνα με τη δρ. Bachner είναι «ο συνεχής προσδιορισμός των τομέων που αναμένεται να εμφανίσουν αυξημένα επίπεδα εγκληματικότητας σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα». Πριν από κάθε βάρδια οι αστυνομικοί χωρίζουν το χάρτη της πόλης/περιοχής σε διάφορα σημεία και στη συνέχεια αντλώντας στοιχεία από μια βάση δεδομένων παρελθοντικών εγκληματικών ενεργειών αντιστοιχίζουν τις πιθανότητες του εγκλήματος που δύναται να συμβεί σε κάθε περιοχή, δίνοντας μεγαλύτερο βάρος στις περιοχές με τα πιο πρόσφατα εγκλήματα. Εκεί θεωρούν πως υπάρχουν οι περισσότερες πιθανότητες να εμφανιστεί/επαναληφθεί μια εγκληματική δραστηριότητα και ενθαρρύνονται από τους ανωτέρους τους να αφιερώσουν χρόνο παρακολούθησης ή να στείλουν περιπολικά για τακτικές περιπολίες.

Η δρ. Bachner απαριθμεί τρεις κατηγορίες των τεχνικών ανάλυσης που χρησιμοποιεί το αστυνομικό τμήμα στη Σάντα Κρουζ άλλα και τα αστυνομικά τμήματα άλλων περιοχών για να προβλέψουν και να αποτρέψουν τις εγκληματικές δραστηριότητες :


-Ανάλυση του χώρου: χαρτογραφούν συγκεκριμένες διευθύνσεις όπου έχουν λάβει χώρα εγκλήματα κατά το παρελθόν και αναζητούν μοτίβα. καθώς, σύμφωνα με τους ειδικούς «ο δολοφόνος γυρνάει πάντοτε στον τόπο του εγκλήματος». Ο χάρτης που προκύπτει από αυτή την ανάλυση μοιάζει με τοπογραφικό χάρτη.

-Ανάλυση χώρου και χρόνου:
ένα πρόγραμμα λογισμικού που ονομάζεται Crime Stat ΙΙΙ και αναπτύχθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο Δικαιοσύνης εξετάζει τις χρονικές και χωρικές σχέσεις μεταξύ των εγκληματικών περιστατικών και με μια δεδομένη (μαθηματική) ακολουθία δύναται να προβλέψει το επόμενο περιστατικό. Σύμφωνα με τη δρ. Bachner αυτή η προσέγγιση λειτουργεί ακόμη θεωρητικά και απαιτεί βελτίωση προτού να χρησιμοποιηθεί σε τακτική βάση.

-Ανάλυση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης: τα αστυνομικά τμήματα αρχίζουν πλέον να παρακολουθούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία πολλές συμμορίες χρησιμοποιούν ως τρόπο διαφήμισης αλλά και προσέγγισης μελών. Με την αναζήτηση λέξεων κλειδιών και την χαρτογράφηση αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μεμονωμένων χρηστών, οι αρχές μπορούν να παρακολουθούν ύποπτα μέλη συμμοριών καθώς και προγραμματισμένες συγκρούσεις αντίπαλων συμμοριών. Μπορούν, επίσης, να διεισδύουν στα δίκτυα με ψεύτικα προφίλ και να προσεγγίσουν άτομα που θεωρούν ύποπτα. Αυτού του είδους η προσέγγιση αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία στην εποχή των social media, όπου η κοινωνική δικτύωση σε πολλές περιπτώσεις αντικαθιστά τις διαπροσωπικές σχέσεις. Υπάρχει,μάλιστα, ένας αριθμός διαφορετικών στατιστικών και οπτικοποίησης εργαλείων που έχουν αναπτυχθεί για να αναλύσουν τα κοινωνικά δίκτυα, όπως αναφέρει η δρ. Bachner, την ώρα που το αστυνομικό τμήμα του Ρίτσμοντ (στη Βιρτζίνια) σε συνεργασία με το Virginia Commonwealth University έχει αναπτύξει ένα επιτυχημένο πιλοτικό πρόγραμμα για να εντάξει την ανάλυση των κοινωνικών δικτύων στην καταπολέμηση του εγκλήματος. Προβληματισμένος με τη χρήση των social media εμφανίζεται ο εγκληματολόγος του Yale, Andrew Papachristos, ο οποίος συνεργάζεται με πολλά αστυνομικά τμήματα. Ο Papachristos εκφράζει τις αντιρρήσεις του για τον τρόπο που οι αρχές επεμβαίνουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ελπίζει ότι τα επόμενα χρόνια θα πραγματοποιηθεί μια δημόσια συζήτηση για το πόσο επιθετικά χρησιμοποιείται το Διαδίκτυο για τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με ανθρώπους που δεν είναι ύποπτοι για ποινικά αδικήματα. Πολλές πολιτείες έχουν ορίσει τα κατώτατα νόμιμα όρια για την ταξινόμηση κάποιου ως μέλος μιας συμμορίας, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.


Με τις ενστάσεις περί παρακολούθησης και προσωπικών δεδομένων να προβληματίζουν τους επιστήμονες, στη Νότια Καλιφόρνια, μια ομάδα ακαδημαϊκών ανακάλυψαν ότι τα πρότυπα ενός εγκλήματος θα μπορούσαν να μοντελοποιηθούν μαθηματικά και να προβλεφθούν με τον τρόπο που μπορεί κάποιος να προβλέψει από τους σεισμούς τις μετασεισμικές δονήσεις. Όπως αναφέρει ο μαθηματικός George Mohler: «Μαθηματικά, σεισμοί και εγκλήματα λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο». Σύμφωνα με το μοντέλο Mohler, ένα έγκλημα πυροδοτεί ένα κύμα εγκλημάτων σε μια περιοχή. Η εξίσωση βασίζεται σε στοιχεία από τις εκθέσεις της αστυνομίας, όπως οι χρόνοι,οι θέσεις και οι τύποι των εγκλημάτων που έχουν ήδη συμβεί.


Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο δρ. Andrea Bertozzi, καθηγητής μαθηματικών και διευθυντής εφαρμοσμένων μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες, ο οποίος παρουσίασε τα ευρήματά του σχετικά με τα μαθηματικά του εγκλήματος. Ο δρ Bertozzi και η ομάδα του έχουν δημιουργήσει μοντέλα που προβλέπουν τα πρότυπα της εγκληματικότητας στα μεγάλα αστικά κέντρα χρησιμοποιώντας προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών που παρέχουν διάφορους αλγόριθμους και εξισώσεις, τα οποία μπορούν να βοηθήσουν στον εντοπισμό των σημείων (hotspots) όπου θα λάβει χώρα ένα νέο έγκλημα. Η έρευνα του Bertozzi ξεκίνησε περίπου πριν από εννιά χρόνια, όταν άρχισε να εργάζεται στο αστυνομικό τμήμα του Λος Άντζελες (LAPD) με σκοπό να αναπτύξει την έξυπνη αστυνόμευση για τη μείωση της εγκληματικότητας. Το LAPD ήθελε να ξέρει πού και πότε επρόκειτο να συμβεί ένα έγκλημα πριν αυτό συμβεί και ο Bertozzi εργάστηκε για να δώσει την απάντηση (πρόβλεψη). Κατά τη διάρκεια της έρευνας χρησιμοποιήθηκαν προγράμματα και αλγόριθμοι που επέτρεψαν στο LAPD και στα γύρω αστυνομικά τμήματα να ειδοποιούν κάθε βάρδια για τα κεντρικά σημεία (hotspots) στην ευρύτερη περιοχή. Με στοχευμένες περιπολίες στα συγκεκριμένα σημεία κατέστη δυνατό μέσα από τα εφαρμοσμένα μαθηματικά να μειωθούν τα ποσοστά της εγκληματικότητας μέχρι και 27%

Η μαθηματική μοντελοποίηση της εγκληματικότητας δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά βασίζεται στη θεωρία των σπασμένων παραθύρων. Πρόκειται για την θεωρία που συσχετίζει την αισθητική υποβάθμιση μιας αστικής περιοχής με την αύξηση της εγκληματικότητας η οποία παρουσιάστηκε το 1982. Ιδρυτές της θεωρίας ήταν οι κοινωνιολόγοι Wilson και Kelling, οι οποίοι στηρίχτηκαν στα αποτελέσματα ενός πειράματος που πραγματοποιήθηκε το 1969 από τον καθηγητή Zimbardo (γνωστός από το αμφιλεγόμενο πείραμα φυλάκισης του Στάνφορντ το 1971 πάνω στις ψυχολογικές επιπτώσεις που επιφέρει η μετατροπή ενός ατόμου σε φυλακισμένο ή δεσμοφύλακα.) 


Στο πείραμα του 1969, ο Zimbardo, καθηγητής Ψυχολογίας του Stanford University, τοποθέτησε ένα αυτοκίνητο χωρίς πινακίδες σε δυο διαμετρικά αντίθετες γεωγραφικά και κοινωνικά περιοχές, στο υποβαθμισμένο Μπρονξ και σε μία εύπορη συνοικία του Πάλο Άλτο. Στο Μπρονξ χρειάστηκαν δέκα λεπτά για να αρχίσουν οι βανδαλισμοί και εντός 24ώρου να αφαιρεθούν όλα του τα εξαρτήματα. Από την άλλη, στο Πάλο Άλτο, επειδή το αυτοκίνητο παρέμενε ακέραιο, ο καθηγητής έσπασε τα τζάμια του και εντός 24ώρου το αυτοκίνητο υπέστη τις ανάλογες ζημιές. Με το πείραμα αυτό αποφάνθηκε πως οι βανδαλισμοί μπορούν να συμβούν παντού, από τη στιγμή που η αρχή της αμοιβαιότητας των σχέσεων μεταξύ των κατοίκων και της υποχρέωσης τους στην τάξη υποβαθμίζονται από πράξεις που δείχνουν να σημαίνουν ότι «κανείς δεν νοιάζεται».




Βασισμένη σε παρόμοια σκέψη περί περιοχών, η θεωρία των Wilson και Kelling δημοσιεύτηκε το Μάρτιο του 1982 στο περιοδικό The Atlantic. Ο τίτλος (Θεωρία των σπασμένων παραθύρων) προήλθε από το ακόλουθο παράδειγμα:

Σκεφτείτε ένα κτίριο με μερικά σπασμένα παράθυρα. Εάν τα παράθυρα δεν έχουν επισκευαστεί, η τάση για τους βανδάλους θα είναι να σπάσουν περισσότερα παράθυρα. Τελικά, μπορεί ακόμη και να μπουν μέσα στο κτίριο,το οποίο εφόσον τα παράθυρα του μένουν σπασμένα, δηλαδή δεν επισκευάζονται, θεωρείται ακατοίκητο. Μπαίνοντας στο κτίριο μπορούν να προχωρήσουν σε κατάληψη ή να ανάψουν φωτιές στο εσωτερικό του. 


Άλλο παράδειγμα αφορά τα σκουπίδια που συσσωρεύονται στα πεζοδρόμια, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να αδιαφορούν και να αφήνουν ολοένα και περισσότερα σκουπίδια. Οι ιδρυτές της θεωρίας υποστήριξαν μέσα απ΄αυτά τα παραδείγματα ότι μια περιοχή που παρουσιάζει σημάδια παραμέλησης και παρακμής, οδηγείται σταδιακά σε ολοένα περισσότερες και βαρύτερες εγκληματικές συμπεριφορές, που αν δεν καταπολεμηθούν εν τη γενέσει τους και αφεθούν να συνεχίσουν το έργο τους, είναι βέβαιο ότι θα καταλήξουν σε αποκλίνουσες συμπεριφορές, εγκληματικές πράξεις, αποδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού και αύξηση της ανασφάλειας των πολιτών. 


Ένα καθαρό και καλοδιατηρημένο περιβάλλον εκπέμπει το μήνυμα ότι αυτό το μέρος παρακολουθείται συστηματικά. Οι άνθρωποι έτσι σέβονται τους τυπικούς κανόνες κοινωνικής συμβίωσης και φροντίζουν για την εφαρμογή τους. Αντίθετα, ένα υποβαθμισμένο περιβάλλον στο οποίο οι βανδαλισμοί δεν έχουν επιδιορθωθεί, τα σκουπίδια δεν μαζεύονται εγκαίρως και τα περιθωριακά στοιχεία δεν εκδιώκονται, εκπέμπει το ακριβώς αντίθετο μήνυμα.





Με αφορμή τη θεωρία του και με σκοπό να την εφαρμόσει στην πάταξη της εγκληματικότητας, ο Kelling προσελήφθη ως σύμβουλος στο αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης το 1985. Η θεωρία, όμως, έμελλε να εφαρμοστεί απόλυτα συνοδευόμενη από το σύνθημα «μηδενική ανοχή» από τον ρεπουμπλικάνο δήμαρχο της πόλης Rudy Giuliani ο οποίος εξελέγη το 1993. Αρχικά, η θέση αυτή υπέστη σκληρή κριτική.


Ο Giuliani όμως, επέμεινε στην εφαρμογή της αναφερόμενος στην πρόθεσή του να μειώσει τα ποσοστά στους δείκτες εγκληματικότητας και μέσω του φωτισμού και της καθαριότητα να συμβάλει στη σημαντική μείωση βίαιων εγκλημάτων όπως οι ξυλοδαρμοί, οι βιασμοί αλλά και οι φόνοι.Οι φόνοι, που όταν ο Giuliani ανέλαβε δήμαρχος έφθαναν τους 2.000 τον χρόνο, περιορίσθηκαν κατά 65%, εξέλιξη που οδήγησε το FBI να ανακηρύξει τη Νέα Υόρκη ως την ασφαλέστερη μεγαλούπολη των ΗΠΑ. Μείωση σημειώθηκε σε όλα τα εγκλήματα: 24% στους βιασμούς, 55% στις ληστείες, 62% στις κλοπές αυτοκινήτων.Το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα να μείνει στην ιστορία ως ο δήμαρχος που «καθάρισε» τη Νέα Υόρκη.

Την ίδια ώρα στα αστυνομικά τμήματα των ΗΠΑ, νέες καινοτομίες βρίσκονται υπό μελέτη και αφορούν το μέλλον των συλλήψεων. Σύμφωνα με τον Jay Stanley αναλυτή της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών «πλησιάζουμε σε έναν κόσμο όπου θα είναι δυνατό να γίνει τεχνολογικά ασφαλής έως 100%», οι πολίτες όμως, δεν είναι ακόμη πρόθυμοι να συμβιβαστούν με τους όρους αστυνόμευσης γι΄αυτό η εφαρμογή τους θα γίνει σταδιακά. Στο μεταξύ, οι συσκευές που έχουν σχεδιαστεί για την ανίχνευση αμφισβητήσιμης δραστηριότητας πολλαπλασιάζονται μέρα με τη μέρα. Αρκετές πόλεις έβαλαν δίκτυα παρακολούθησης με αισθητήρες και μικρόφωνα .|


 Όταν ένας αισθητήρας λαμβάνει έναν ύποπτο θόρυβο, ένα πρόγραμμα υπολογιστή αναλύει τον ήχο και, αν μοιάζει με πυροβολισμό, το σημείο προέλευσής του προσδιορίζεται με ακρίβεια λίγων μέτρων.Στη συνέχεια ένας ειδικός εξετάζει την αναφορά και, εφόσον αυτό δικαιολογείται, αποστέλλονται αστυνομικοί στο τόπο μέσα σε περίπου 40 δευτερόλεπτα από τον πυροβολισμό. Η αστυνομία ίσως αρχίσει να κάνει χρήση ευφυών καμερών παρακολούθησης εξοπλισμένες με αισθητήρες που μπορούν να προσδιορίσουν ανώμαλη ή ύποπτη συμπεριφορά. Σύμφωνα με την Jennifer Lynch του Electronic Frontier Foundation, η τεχνολογία αυτή έχει δοκιμαστεί σε διάφορες πόλεις της Αμερικής και είναι ήδη αρκετά εξελιγμένη για να προειδοποιεί, όταν κάποιος αφήνει μια τσάντα αφύλακτα ή όταν ένα αυτοκίνητο κάνει κύκλους επανειλημμένα σε ένα τετράγωνο.

Στο αστυνομικό τμήμα στην Αλμπουκέρκη στο Νέο Μεξικό οι αστυνομικοί ακολούθησαν την (αμφιλεγόμενη) πρακτική του να αφήνουν «δόλωμα» για τους επίδοξους κλέφτες φυτεύοντας iPads, αυτοκίνητα, και πηνία σύρματος χαλκού σε περιοχές που είχαν επισημανθεί από το λογισμικό τους ως ύποτες (τα λεγόμενα hotspots που προαναφέραμε) και, στη συνέχεια συνέλαβαν τους ανθρώπους που προσπάθησαν να τα κλέψουν.

Τη θεωρία της έξυπνης αστυνόμευσης εφάρμοσαν πράκτορες του FBI, στη σύλληψη του 20χρονου John Booker από το Κάνσας την άνοιξη του 2015 με την κατηγορία ότι σχεδίαζε να επιτεθεί με παγιδευμένο αυτοκίνητο στην στρατιωτική βάση Fort Riley για λογαριασμό του Ισλαμικού Χαλιφάτου. 


Η σύλληψη έγινε μετά από καλά στημένη επιχείρηση παγίδευσης του. Συγκεκριμένα από τον Οκτώβριο του 2014 ο Booker διατηρούσε επικοινωνία με πληροφοριοδότη του FBI ο οποίος είχε προσφερθεί να τον βοηθήσει στην εκτέλεση της βομβιστικής επίθεσης.Μάλιστα, υπό την σκηνοθετημένη καθοδήγηση δεύτερου πληροφοριοδότη του FBI, ο Booker οδήγησε «παγιδευμένο» αυτοκίνητο σε περιοχή κοντά στη στρατιωτική βάση.Την ώρα που έκανε τις τελευταίες συνδέσεις σε αδρανή, εντελώς ακίνδυνα εκρηκτικά που του είχε παράσχει ο πληροφοριοδότης του FBI, συνελήφθη επ’ αυτοφόρω από πράκτορες της υπηρεσίας. Ο Booker, είχε φιλμάρει και σχετικό «βίντεο μαρτυρίας», όπου εξηγούσε τους λόγους της επίθεσης, ζητώντας από τους Αμερικανούς πολίτες να βγάλουν τις κόρες και τους γιους τους από τις στρατιωτικές ακαδημίες επειδή «το Ισλαμικό Χαλιφάτο ερχόταν για να τους ‘καθαρίσει’». 


«Παρακολουθούσαμε τον Booker αρκετό καιρό» ήταν η επίσημη απάντηση των αρχών.Φαίνεται πως το ερέθισμα στις αρχές δόθηκε το Μάρτιο του περασμένου έτους, όταν ο Booker είχε αναρτήσει στην προσωπική του σελίδα στο facebook αρκετά μηνύματα με τα οποία γνωστοποιούσε εν μέρει τις προθέσεις του: «Σύντομα θα σας αφήσω για πάντα οπότε αντίο! Ελπίζω να πεθάνω!» έγραφε στις 15 Μαρτίου 2014.

Με το FBI να εκμεταλλεύεται στο έπακρο τη γιγαντιαία βάση δεδομένων βιομετρικών πληροφοριών που περιλαμβάνει με φωτογραφίες προσώπων, ίριδες, δακτυλικά αποτυπώματα και παλάμες, καθώς και λεπτομέρειες σχετικά με τατουάζ, ουλές και σημάδια στο όνομα της ασφάλειας ενάντια στη τρομοκρατία και τα πάσης φύσεως εγκλήματα, ομάδες υπεράσπισης πολιτικών ελευθεριών ανησυχούν ότι η αστυνομία κάνοντας χρήση των νέων μέσων ταυτοποίησης σε περιπολίες ρουτίνας και μέσα από τη διαδικασία συλλογής νέων ειδών βιομετρικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου του DNA και δείγματος της φωνής, θα συνεισφέρει στη διόγκωση αυτής της βάσης δεδομένων. Μάλιστα, θεωρείται ότι οι πληροφορίες που θα προστεθούν θα αφορούνανθρώπους που δεν έχουν καταδικαστεί για κανέναν έγκλημα βρίσκονται/κατοικούν στις υπό έρευνα περιοχές.

Με την τεχνολόγια να βρίσκεται σε πρώτο πλάνο, ειδικοί επισημαίνουν πως ο τρόπος και η χρήση της βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια των αστυνομικών και των διευθυντών των αστυνομικών τμημάτων. Σύμφωνα με τον καθηγητή ψυχολογίας του Boise State University,Charles Honts, θα μπορούσε να εγκαταλειφθεί η παραδοσιακή μέθοδος ανάκρισης, καθώς νεότερες προσεγγίσεις αποθαρρύνουν τους αστυνομικούς που διεξάγουν ανάκριση, από το να λένε ψέματα για αποδείξεις σε υπόπτους ή να προσπαθούν να τους χειραγωγήσουν μέσω έμμεσων απειλών ή υποσχέσεων. Αντί, ας πούμε, να ψάχνουν για σημάδια εξαπάτησης σε μη λεκτική συμπεριφορά των υπόπτων(κινήσεις σώματος, χεριών, βλεφάρων και νευρικότητα), οι ερευνητές θα δημιουργούν καταστάσεις που θα δίνουν στους ύποπτους την ευκαιρία να έρθουν σε αντιπαράθεση με αποδεικτικά στοιχεία που θα έχουν ήδη επιβεβαιώσει. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο ψυχολόγος Saul Kassin, του John Jay College of Criminal Justice, μέσα από σχετική έρευνα θεωρεί ότι οι νέες αυτές μέθοδοι αυξάνουν τον κίνδυνο να ομολογήσει ένας αθώος άνθρωπος.

Και ενώ το τηλεοπτικό δίκτυο Fox μετέφερε το Minority Report στη μικρή οθόνη, οι ειδικοί επισημαίνουν πως με βεβαιότητα οδηγούμαστε στην εποχή που η πρόβλεψη θα μπορεί να λαμβάνει χώρα πριν από την πραγματοποίηση του εγκλήματος μέσω των στατιστικων δεδομένων και της τεχνολογίας. Θεωρείται, μάλιστα, πως κάπου στο 2050 οι αστυνομικοί που θα περιπολούν στους δρόμους των πόλεων θα είναι εφοδιασμένοι με τους κατάλληλους αισθητήρες οι οποίοι θα αναλύουν τον καρδιακό ρυθμό του υπόπτου, την αναπνοή και την αρτηριακή του πίεση για αποδείξουν/δηλώσουν την εγκληματική του δραστηριότητα. Όλα αυτά σε μια κοινωνία που το ζητούμενο θα είναι η απόλυτη ασφάλεια και οι περιοχές χωρισμένες σε «καλές και κακές» ανάλογα με τους μαθηματικούς υπολογισμούς ενώ στους δρόμους θα περιπολούν αστυνομικοί -Judge Dredd.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Προσβλητικά και υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.